Η Villa “Π” στο Ελληνικό, συνολικής επιφάνειας 1.250 τ.μ., αναπτύσσεται σε δυο επίπεδα -ισόγειο και υπόγειο. Όπως εξηγεί ο επικεφαλής του αρχιτεκτονικού γραφείου Potiropoulos+Partners Δημήτρης Ποτηρόπουλος αναφερόμενος στην σχεδιαστική της προσέγγιση: “Η Villa “Π” θέτει όρια, παράγει χώρο, απ’ άκρη σ’ άκρη του χώρου σε ένα συνεχές βιωματικό παρόν υπάρχει ο άνθρωπος”.
Και συνεχίζει: Σύμφωνα με τον Heidegger, “μόνο σε μια κατοικία συμφιλιωμένη με τη φύση ο άνθρωπος είναι-μέσα-στον-κόσμο και σε μία ασφαλή σχέση μαζί του”. Στο πλαίσιο αυτό η αναζήτηση μιας ισορροπημένης σχέσης ανάμεσα στο ανθρωπογενές περιβάλλον και το φυσικό παραμένει κεντρικό πρόταγμα. Ειδικότερα στις ημέρες μας, όταν η πρόοδος της επιστήμης οδηγεί σε έναν τρόπο ζωής που όλο και περισσότερο κυριαρχείται από τα προϊόντα αλλά και τα σύμβολα της τεχνολογίας. Σ’ αυτό το τεχνο-κεντρικό περιβάλλον οφείλει η αρχιτεκτονική να αντιτάξει τις αρχές της οικολογίας και τον πολιτισμό, διαμεσολαβώντας ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα, την παράδοση και τον άνθρωπο, προκειμένου να ικανοποιήσει θεμελιώδεις ανάγκες του που έχουν παραμεληθεί.
Εννοιολογικά η “ηθική” του σχεδιασμού προκύπτει από το “habitus”, δηλαδή τις “συνήθειες”. Σχετίζεται με τον τρόπο ζωής, με την ατμόσφαιρα της διαβίωσης, δεν απευθύνεται άμεσα στο κτίριο/κατασκευή, αλλά κυρίως στο βίωμα που αυτό προκαλεί. Η “αφήγηση” που επινοήθηκε στην περίπτωση της “Villa “Π” δεν είναι μια εικονογραφική μεταφορά, αλλά μια διαρκής διάδραση που προτρέπει τον χρήστη να αφουγκραστεί την συνομιλία του Τόπου με τον σύγχρονο τρόπο κατοίκησης. Κατά την συνθετική διαδικασία προβλέφθηκε μια γεωμετρία ζώνης, που συγκεντρώνει στα όριά της όλες τις στεγασμένες λειτουργίες, ενώ αντίστοιχα οργανώθηκαν οι υπαίθριες δραστηριότητες.
Ακολουθώντας την εικόνα που ξεδιπλώνει το τοπιακό πανόραμα, η εσωτερική ανάπτυξη παραθέτει διαφορετικές, αλληλοεξαρτημένες μεταξύ τους προτεραιότητες θεάσεων και χωρικών ρόλων. Το αρχιτεκτονικό concept διαπραγματεύεται τον διάλογο ανάμεσα στο κτίριο και το τοπίο, ταξινομώντας τόσο το εσωτερικό του όσο και τον υπαίθριο χώρο του σε περιοχές συνεύρεσης ή περισσότερο ιδιωτικές, σε εξωστρεφείς είτε εσωστρεφείς, σε καθημερινές ή αναπάντεχες. Η τελική συγκρότηση σχηματίζεται από άθροισμα επιμέρους ιεραρχημένων ενοτήτων που αναλογούν στις διαβαθμίσεις της θέας και του χώρου.
Στην λογική αυτή το μοίρασμα των εξωτερικών ανοιγμάτων προσαρμόζεται άλλοτε στις επιθυμητές συνθήκες ιδιωτικότητας, και άλλοτε εξωστρέφειας, προσφέροντας μία άμεση εμπειρία από διαφορετικές αφηγήσεις που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Έτσι, οι τρεις όψεις της κατοικίας ανοίγονται προς την θέα, σε αντιδιαστολή με εκείνη της εισόδου προς τον δρόμο που είναι “κλειστή“, εσωστρεφής. Την στιβαρή αυτή αρχιτεκτονική καλύπτει μονολιθικά μία διάτρητη επιδερμίδα παράλληλων κατακόρυφων στοιχείων, σαν κλωστρά, ελαφρύνοντας το αισθητικό βάρος του κτιριακού όγκου. Το διάτρητο αυτό “πέτασμα“ ρυθμολογεί την επίδραση του φυσικού φωτός δημιουργώντας ένα πορώδες όριο που φιλτράρει τη φύση και τα βλέμματα. Ταυτόχρονα προσδίδει στις όψεις μία αίσθηση λεπτότεχνη. Η προσέγγιση αυτή, όπως εκφράζεται χωρικά, διαθέτει υλικότητα, πυκνότητα, βαρύτητα, θερμοκρασία και ακουστική ποιότητα, στοιχεία που δεν έχουν να κάνουν με αφηρημένες έννοιες αλλά με ένα εμπεριστατωμένο βίωμα. Προκύπτει έτσι μια συνολική λιτή ορθοκανονική δομή που αποτελεί την εξισορρόπηση όλων αυτών των σχέσεων φανερώνοντας με απλά μέσα την συνολική λογική του σχεδιασμού.
Η εσωτερική διακόσμηση μελετήθηκε από το τμήμα interior design της Potiropoulos+Partners.