Οι επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη, ξοδεύουν περισσότερες από 74 ημέρες ετησίως – περισσότερο από το ένα τέταρτο του εργάσιμου έτους – κυνηγώντας καθυστερημένες πληρωμές, σύμφωνα με την ετήσια ευρωπαϊκή έκθεση πληρωμών από τον πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων Intrum.
Η διαδικασία αυτή, κοστίζει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις 275 δισ. ευρώ ετησίως και το 29% του εργάσιμου χρόνου της. Για να γίνουν κατανοητά τα μεγέθη, αρκεί να αναφερθεί ότι, το ετήσιο κόστος για την ευρωπαϊκή οικονομία, υπερβαίνει το συνολικό ΑΕΠ της Φινλανδίας.
Αναλυτικά, κατά μέσο όρο, κάθε επιχείρηση ξοδεύει 9.194 ευρώ ετησίως, κυνηγώντας καθυστερήσεις πληρωμών και οι 4 στις 10 ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ξοδεύουν 10 και πλέον ώρες την εβδομάδα στην προσπάθειά τους να εισπράξουν.
Η 26η έκδοση της μελέτης της Intrum περιλαμβάνει τις απόψεις περισσότερων από 10.000 εταιρειών σε 29 ευρωπαϊκές χώρες και ρίχνει φως στις πολύπλευρες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις φέτος, σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Υπολογισμός του κόστους μεταξύ χωρών και τομέων
Συγκρίνοντας τις χώρες στην Ευρώπη, οι επιχειρήσεις στη Φινλανδία επηρεάζονται από τις χειρότερες ίσως καθυστερήσεις, με το 51% των επιχειρήσεων να ξοδεύουν τουλάχιστον 10 ώρες κάθε εβδομάδα κυνηγώντας τις καθυστερήσεις πληρωμών.
Η Γαλλία με 49%, είναι η δεύτερη στη σειρά των χωρών όπου οι επιχειρήσεις ξοδεύουν τον περισσότερο χρόνο για να εισπράξουν τις οφειλές, ακολουθούμενη από την Πολωνία με 47%, τη Γερμανία με 47% και την Ελλάδα με 46%.
Εξετάζοντας τις διαφορές μεταξύ των επιχειρηματικών τομέων, ο κλάδος των Τραπεζικών και Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο στην αναζήτηση καθυστερημένων πληρωμών, με το 45% των εταιρειών σε αυτόν τον τομέα να δηλώνουν ότι ξοδεύουν τουλάχιστον 10 ώρες την εβδομάδα σε αυτή τη διαδικασία. Περισσότεροι από 4 στους 10 οργανισμούς στις Υπηρεσίες Επιχειρήσεων, την Κυβέρνηση και τον Δημόσιο Τομέα και την Εξόρυξη και Ορυκτά ξοδεύουν επίσης πάνω από 10 ώρες την εβδομάδα στις προσπάθειες επίλυσης καθυστερημένων πληρωμών, με το 44% των επιχειρήσεων σε κάθε έναν από τους ανωτέρω κλάδους, να αναφέρει ότι ο αντίκτυπος είναι αρνητικός.
Συγκριτικά, σχεδόν 1 στις 3 επιχειρήσεις Φιλοξενίας και Αναψυχής (29%) ξοδεύουν λιγότερο από δύο ώρες την εβδομάδα στέλνοντας υπενθυμίσεις για καθυστερημένες οφειλές. Σε αυτόν τον κλάδο, βρίσκεται επίσης το χαμηλότερο ποσοστό των ερωτηθέντων που ξοδεύουν 10 ώρες ή περισσότερες σε αυτήν την προσπάθεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προσπάθειες που δαπανούν οι επιχειρήσεις του αντίστοιχου τομέα για την παρακολούθηση των εκκρεμών πληρωμών, θα μπορούσαν να αντικατοπτρίζουν πόσους πόρους πρέπει να δαπανήσουν για αυτή τη δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, η έρευνα επισημαίνει μια σαφή σύνδεση μεταξύ του αριθμού των ωρών που δαπανώνται για την προσπάθεια είσπραξης καθυστερήσεων πληρωμών και του βαθμού στον οποίο οι εταιρείες αντιλαμβάνονται ως πρόβλημα τις εκκρεμείς απαιτήσεις.
Για παράδειγμα, περισσότερες από 8 στις 10 (82%) από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε Τραπεζικές και Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες, αναφέρουν ότι οι καθυστερήσεις πληρωμών αποτελούν πρόβλημα για την επιχείρησή τους, ακολουθούμενες από οργανισμούς του Δημόσιου Τομέα (80%).
Περαιτέρω, περισσότερες από τις μισές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις (53%) δηλώνουν ότι δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να επιτύχουν αμοιβαία επωφελείς όρους πληρωμών με πελάτες και προμηθευτές, γεγονός που οδηγεί σε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις και σε χαμένες προθεσμίες πληρωμών.
Το ίδιο ποσοστό επιχειρήσεων έχει απογοητευτεί από τους πελάτες που ζητούν να αναβολή την ημερομηνία έκδοσης των τιμολογίων και η προθεσμία πληρωμής αρχίζει να μετράει αντίστροφα.
Σχεδόν τα 2/3 (61%) των επιχειρήσεων αναφέρουν επίσης ότι το να πληρώνονται πιο γρήγορα θα μπορούσε να τις βοηθήσει να δώσουν προτεραιότητα στις επιδόσεις τους στη βιωσιμότητα, συμβάλλοντας σε μια ισχυρότερη, πιο πράσινη οικονομία, αντί να χρειάζεται να επικεντρωθούν στην αποτελεσματικότητα.
Καθώς η βιωσιμότητα γίνεται ισχυρότερο κίνητρο πίσω από τις αγοραστικές αποφάσεις των πελατών, η απομάκρυνση από βιώσιμες πρακτικές για τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας θα μπορούσε να έχει αρνητικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις.
Σχεδόν τα 3/5 (58%) των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων λαμβάνουν νομικά μέτρα για να εισπράξουν το χρέος, ενώ το 1/3 (34%) έχει σαφείς διαδικασίες εσωτερικής ανάκτησης χρέους. Μεταξύ εκείνων που ξοδεύουν περισσότερες από 10 ώρες την εβδομάδα κυνηγώντας ληξιπρόθεσμες οφειλές, τα ποσοστά αυτά πέφτουν στο 53% και στο 28% αντίστοιχα.
Αντίθετα, μεταξύ των επιχειρήσεων που χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να κυνηγήσουν καθυστερημένες πληρωμές, η διαμεσολάβηση και οι διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, είναι πιο δημοφιλείς προσεγγίσεις. Αυτά παρέχουν έναν λιγότερο συγκρουσιακό τρόπο αλληλεπίδρασης με πελάτες και προμηθευτές, αλλά τα ευρήματα της έρευνας υποδηλώνουν ότι απαιτούν μεγαλύτερο χρόνου επίλυσης.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Intrum, κ. Andrés Rubio, οι επιχειρήσεις σε όλη την ήπειρο έχουν αναγκαστεί να λειτουργούν σε μια συνεχή κατάσταση προκλήσεων. Ο υψηλός πληθωρισμός, το αυξανόμενο κόστος και η προκλητική αγορά εργασίας, τόσο σύντομα μετά την πανδημία, ανάγκασαν την ανάπτυξη και την καινοτομία να μπουν στο περιθώριο για πολλές επιχειρήσεις που αγωνίζονται να κοιτάξουν μπροστά.
Περαιτέρω, ο κ. Rubio επεσήμανε ότι οι καθυστερημένες πληρωμές ταλαιπωρούσαν πάντα τις επιχειρήσεις, αλλά αυτό που κάποτε ήταν ταλαιπωρία, έχει γίνει πλέον η κορυφαία προτεραιότητα της ατζέντας διαχείρισης. Πολλές επιχειρήσεις παραδέχονται ότι οι πόροι που δαπανώνται επί του παρόντος για την αναζήτηση καθυστερημένων πληρωμών θα μπορούσαν να ανακατανεμηθούν για την ανάπτυξη, επενδύοντας στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την καινοτομία, στις προσλήψεις, στην επανεκπαίδευση και στη γεωγραφική επέκταση, αλλά βραχυπρόθεσμα αυτό απλά δεν είναι δυνατό. Η μάστιγα των καθυστερήσεων στις πληρωμές, σημαίνει ότι πολλές εταιρείες ουσιαστικά ξοδεύουν χρήματα για να διεκδικήσουν αυτό που δικαιωματικά τους ανήκει.