Με αρνητικό πρόσημο σε όλους τους τουριστικούς δείκτες -πληρότητα, διανυκτερεύσεις και έσοδα-, ολοκληρώθηκε το 2019 για τις επιχειρήσεις μη κύριων ξενοδοχειακών καταλυμάτων, επιβεβαιώνοντας τους αρχικούς φόβους των επιχειρηματιών του κλάδου, αλλά και της Συνομοσπονδίας Επιχειρηματιών Τουριστικών Καταλυμάτων Ελλάδος (ΣΕΤΚΕ), παρά το γεγονός ότι το 2019 ολοκληρώθηκε με νέες αυξήσεις στα τουριστικά μεγέθη της χώρας, περνώντας έτσι στην ιστορία ως μία ακόμη χρονιά-ρεκόρ για τον ελληνικό Τουρισμό.
Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σε διψήφιο ποσοστό 13,1% ολοκληρώθηκε το δεκάμηνο του 2019 για τις ταξιδιωτικές εισπράξεις στη χώρα μας, φτάνοντας στα 17,5 δισ. ευρώ, οι οποίες για το σύνολο του έτους εκτιμάται πως θα ξεπεράσουν τα 18 δισ. ευρώ, αποτελώντας μεγάλη έκπληξη. Αντίστοιχα, οι τουριστικές αφίξεις αναμένεται να υπερκεράσουν τα 31 εκατομμύρια, νούμερο στο οποίο δεν υπολογίζονται οι επιβάτες κρουαζιέρας.
Δυστυχώς, τα νέα αυτά ρεκόρ του ελληνικού Τουρισμού δεν αφορούν στο σύνολό της την οικονομία της Φιλοξενίας, δεδομένου ότι ο κλάδος των μη κύριων ξενοδοχειακών καταλυμάτων κατέγραψε αρνητικό πρόσημο τόσο σε επίπεδο αφίξεων όσο και εσόδων το 2019, σχολιάζει η ΣΕΤΚΕ, προσθέτοντας:
Τα μικρά τουριστικά καταλύματα, που πολλές φορές, δικαίως, αναφέρονται ως η «ραχοκοκαλιά» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, δεν φαίνεται να επωφελήθηκαν από τη νέα τουριστική ανάπτυξη της χώρας, επιβεβαιώνοντας τους φόβους και τις εκτιμήσεις των επιχειρηματιών και των παραγόντων του κλάδου, που από την αρχή της προηγούμενης τουριστικής σεζόν έκαναν λόγο για μειώσεις, ακόμη και στους μεγαλύτερους και πιο δημοφιλείς, ελληνικούς, τουριστικούς προορισμούς, όπως είναι η Κρήτη και η Ρόδος.
Αθέμιτος ανταγωνισμός από την Airbnb
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πλέον, σύμφωνα και με τα ευρήματα διαφόρων μελετών, που τελευταία έχουν δει το φως της δημοσιότητας, πως ένα σημαντικό μέρος των αφίξεων κατευθύνθηκε σε καταλύματα τύπου Airbnb, με αποτέλεσμα αυτά να αποκομίζουν κι ένα σημαντικό μέρος των τουριστικών εσόδων, που σε άλλη περίπτωση θα απορροφούσαν τα μικρά τουριστικά καταλύματα.
Σε αυτόν τον αθέμιτο ανταγωνισμό που υφίστανται οι επιχειρήσεις μικρών τουριστικών καταλυμάτων από τα ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης, προστίθενται, αφενός το μείζον πρόβλημα της βαρύτατης φορολογίας και, αφετέρου, το γεγονός ότι τα μικρά τουριστικά καταλύματα στερούνται δυνατότητας ένταξης σε επενδυτικά προγράμματα για τον ποιοτικό εκσυγχρονισμό τους.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να ενταθούν οι προσπάθειες της κυβέρνησης για τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκότερου φορολογικού πλαισίου, να επανεξεταστεί το θέμα της ένταξης των επιχειρήσεων μη κύριων ξενοδοχειακών καταλυμάτων σε προγράμματα επιχορήγησης και, φυσικά, να ολοκληρωθούν οι νομοθετικές παρεμβάσεις για τη ρύθμιση της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Τα πρώτα τουριστικά μηνύματα για το 2020, αν και ακόμη είναι νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, δείχνουν πως η Ελλάδα διατηρεί την ελκυστικότητά της ως τουριστικός προορισμός. Ωστόσο, η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, το κλίμα ανασφάλειας που δημιουργεί το θέμα του Brexit και η καθοδική πορεία της στερλίνας, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη άμεσων ανταγωνιστικών μας προορισμών, είναι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις μικρών τουριστικών καταλυμάτων, θα καταφέρουν να «εξαργυρώσουν» την νέα, πιθανή επιτυχία του ελληνικού Τουρισμού μόνο στην περίπτωση που υλοποιηθούν τα ανωτέρω. Διαφορετικά θα κριθεί η βιωσιμότητα ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων του κλάδου, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις τοπικές κοινωνίες και την περιφερειακή οικονομία.