Ο τουρισμός αποτέλεσε τον πυλώνα ανάσχεσης της ύφεσης στην ελληνική οικονομία την τελευταία 3ετία με τα συνεχή ρεκόρ σε αφίξεις και έσοδα, ωστόσο, η εντεινόμενη υπερφορολόγηση απειλεί με δραματικό τρόπο τις επιδόσεις του τα επόμενα χρόνια, ενώ είναι πλέον ορατή η απόλυτη αποεπένδυση στον κλάδο του τουρισμού, εάν δεν υπάρξουν άμεσες εμπροσθοβαρείς ενέργειες από την πλευρά της Πολιτείας για την αλλαγή του κλίματος.
Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε σήμερα ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Ανδρέας Ανδρεάδης, στην ομιλία του στο γεύμα του 14ου συνεδρίου του Συνδέσμου, που ολοκληρώνεται το βράδυ.
Ο κ.Ανδρεάδης ήταν κατηγορηματικός ότι ο ελληνικός τουρισμός δεν μπορεί να αντέξει στον ανταγωνισμό με ΦΠΑ υψηλότερο κατά 7-8 ποσοστιαίες μονάδες από τις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου (και όχι μόνο), υπογραμμίζοντας την ανάγκη άμεσης επαναφοράς των συντελεστών ΦΠΑ στα επίπεδα του 8-10%. Μπορεί, τόνισε, το 2016, λόγω της γεωπολιτικής συγκυρίας στη γειτονιά μας, να διαφαίνεται ότι θα εξελιχθεί θετικά (αν και η κατάσταση μπορεί να αλλάξει ξαφνικά), από το 2017, όμως, εάν παραμείνουν οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ, "η πραγματικότητα θα είναι αμείλικτη".
"Ο ελληνικός τουρισμός θα τρέχει ασθμαίνων, πίσω από τον διεθνή ανταγωνισμό, βλέποντας διαρκώς την πλάτη του και το κράτος θα εξακολουθεί να χάνει έσοδα και στόχους", τόνισε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
Όσο για το κλίμα απαεπένδυσης στον τουρισμό, σε παρέμβασή του κατά τη διάρκεια εκδήλωσης σε συνέδριο, εξήγησε με ένα παράδειγμα γιατί κανένας σοβαρός επενδυτής δεν πρόκειται να έλθει στη χώρα μας: Μια ξενοδοχειακή επένδυση ανάλογης κατηγορίας και προδιαγραφών, ύψους 10 εκατ. ευρώ, επιστρέφει στον επενδυτή σε μια 10ετία περίπου 5 εκατ. ευρώ περισσότερα εάν γίνει στην Ισπανία, την Ιταλία ή την Τουρκία σε σχέση με την Ελλάδα, λόγω ακριβώς των επιβαρύνσεων, που υπάρχουν στη χώρα μας. Και, βεβαίως, χωρίς επενδύσεις η περιβόητη ανάπτυξη, που επικαλούνται όλοι οι κυβερνώντες, θα παραμένει χωρίς νόημα...
Επιπρόσθετα, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, εστίασε στην επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, λέγοντας ότι η διαδικασία αυτή δε θα πρέπει να καταστεί ανασταλτικός παράγοντας για την ελληνική επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα στον τομέα του τουρισμού. Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι δεν πρέπει να προκριθεί η επιλογή πώλησης των κόκκινων δανείων (NPL’s) σε μικρό ποσοστό της ονομαστικής τους αξίας σε hedge funds και πρότεινε ως λύση την αναδιάρθρωση των δανείων των βιώσιμων επιχειρήσεων, με πολύ υψηλότερα ποσοστά και με πιθανή είσοδο νέων κεφαλαίων ή στρατηγικών επενδυτών, ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να εξυγιανθούν και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Είπε για το θέμα αυτό:
"Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών κινδυνεύουν να βρεθούν σε φάση εκκαθάρισης από τους αγοραστές των προβληματικών τους δανείων. Θεωρούμε λανθασμένη την επιλογή, να προκριθεί η πώληση των NPLs σε μικρό ποσοστό της ονομαστικής τους αξίας σε hedge funds. Αντί αυτού, θα πρέπει να επιτραπεί στις τράπεζες να αναδιαρθρώσουν με πολύ υψηλότερα ποσοστά τα δάνεια των καθ’όλα βιώσιμων επιχειρήσεων, με πιθανή είσοδο νέων κεφαλαίων ή στρατηγικών επενδυτών, ώστε αυτές να εξυγιανθούν και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Είναι τουλάχιστον παράδοξο, μια χώρα που έχει ως βασικό της στόχο την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της -και πολύ ορθά- να αρνείται την ίδια δυνατότητα στις επιχειρήσεις που αποτελούν και τον βασικό κορμό της οικονομίας της, με όρους απολύτως συμβατούς με τα διεθνή χρηματοοικονομικά πρότυπα".
Αναφερόμενος, εξάλλου, στην τουριστική μίσθωση σπιτιών (υπολόγισε ότι ήδη νοικιάζονται 100.000 σπίτια) τόνισε ότι πρέπει η φορολογία να είναι στην "πηγή", ώστε να υπάρχουν ίσες συνθήκες ανταγωνισμού με τα καταλύματα/ Διαφορετικά, είναι βέβαιο ότι πολλές από τις επιχειρήσεις ενοικιαζομένων δωματίων δεν θα αντέξουν στον αθέμιτο ανταγωνισμό και πιθανότατα θα "προσχωρήσουν" στο σύστημα μίσθωσης των σπιτιών...
Αναλυτικά, όλη η ομιλία του κ.Ανδρεάδη:
"Με το 2015, είχαμε 3 συνεχείς χρονιές με ρεκόρ σε αφίξεις και έσοδα. Τρεις χρονιές κατά τις οποίες, εν μέσω γενικής ύφεσης, δεν πετύχαμε απλώς τους στόχους μας, αλλά τους ξεπεράσαμε. Ο τουρισμός, τις πιο δύσκολες στιγμές, έβαλε πλάτη για τη χώρα, με τα γνωστά αποτελέσματα συνεισφοράς στο ΑΕΠ, στα εθνικά έσοδα, στην απασχόληση, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην παραγωγή, και την κατανάλωση.
Σήμερα, βρισκόμαστε πλέον σε σημείο καμπής. Ο ελληνικός τουρισμός ή θα συνεχίζει να στηρίζει το ίδιο αποφασιστικά, όπως κανένας άλλος κλάδος, την ελληνική οικονομία, τα δημόσια έσοδα και την απασχόληση, ή θα υποχωρήσει στην πίεση που δημιουργούν οι πρωτόγνωρες συνθήκες και κυρίως, ο διαφαινόμενος κίνδυνος αποεπένδυσης της οικονομίας.
Ας μην μας αποπροσανατολίζει το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, μέχρι στιγμής, δείχνουν να μας ευνοούν τουριστικά, για το 2016. Αυτό, πρώτον, μπορεί να αλλάξει εν μία νυκτί και δεύτερον, δεν έχει σχέση με τα ζητήματα που ανοίγονται μπροστά μας.
Μπροστά μας, λοιπόν, έχουμε δύο πλαίσια. Ένα, η εφαρμογή του νέου Μνημονίου, με τα γνωστά προαπαιτούμενα, δημοσιονομικούς στόχους και μεταρρυθμίσεις όπως έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές. Δύο, οι προοπτικές ανάπτυξης, με βάση τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Το πρώτο, όπως βλέπουμε, βασίζεται στη γνωστή – και σε μεγάλο βαθμό, επιβεβλημένη από τους θεσμούς - συνταγή των τελευταίων ετών. Αύξηση φόρων και νέες επιβαρύνσεις παντού, οριζόντια και κάθετα. Χωρίς ρεαλιστική εκτίμηση των επιπτώσεων. Χωρίς επιτάχυνση των πραγματικών μεταρρυθμίσεων, πχ. για την πάταξη της φοροδιαφυγής, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, κλπ.
Το δεύτερο, αυτό της ανάπτυξης, που θα έπρεπε να είναι το αντίβαρο – το πραγματικό ισοδύναμο - του πρώτου, παραμένει σχεδόν κενό. Όλοι ευλογούν και επικαλούνται την ανάπτυξη, αλλά αυτή, δυστυχώς, δεν έρχεται. Δεν φαίνεται καν στον ορίζοντα. Γιατί; Και αν δεν έρχεται η ανάπτυξη, πόσο ακόμα φοροδοτικό περιθώριο υπάρχει;
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά:
Το περασμένο καλοκαίρι, ως τομέας, αποφασίσαμε και υποστηρίξαμε την ελληνική κυβέρνηση στην προσπάθειά της για επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους, ώστε να διασφαλιστεί η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων, με ενότητα και αναλάβαμε να σηκώσουμε το βάρος που μας αντιστοιχεί, αποδεχόμενοι την αύξηση, ακόμα και την απορρόφηση του ΦΠΑ, έως το σημείο όμως που θα διατηρούσε το προϊόν μας ανταγωνιστικό: από το 6,5% ως και το 10% στη διαμονή των τουριστικών καταλυμάτων και με διατήρηση της εστίασης στο 13%.
Όμως, δυστυχώς, η επόμενη μέρα βρήκε τον κλάδο υπερφορολογημένο. Η επόμενη μέρα για τις τουριστικές επιχειρήσεις, αφορά σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο. Διαμονή στο 13%, εστίαση στο 23% και σταδιακή κατάργηση των μειωμένων κατά 30% συντελεστών στα νησιά του Αιγαίου. Πρόσθετες και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, φορολογικές επιβαρύνσεις, αλλά και αύξηση του κόστους για τον επισκέπτη, σε σειρά προϊόντων και υπηρεσιών, στις μεταφορές, στα εισιτήρια των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, και σε καταναλωτικά αγαθά.
Την ώρα, δηλαδή, που οι γειτονικές και ανταγωνίστριες χώρες κάνουν το αντίθετο ή φθάνουν στο σημείο να κηρύσσουν ελεύθερες φορολογικές ζώνες, η Ελλάδα υπερφορολογεί και βγάζει εκτός διεθνούς ανταγωνισμού το πιο ισχυρό εξαγώγιμο προϊόν της. Η γεωπολιτική συγκυρία στη γειτονιά μας, ίσως μας δίνει, ακόμα, όπως προανέφερα, μία μικρή παράταση, όμως ένα είναι σίγουρο:
Η συνεχής αύξηση φόρων είναι μια πολιτική που αποδεδειγμένα, πλέον, ενθαρρύνει τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή και οδηγεί σε χαμηλότερα δημόσια έσοδα. Αυτό θα συμβαίνει όσο το ελληνικό κράτος δεν δίνει απόλυτη προτεραιότητα και δεν εξαντλεί κάθε διαθέσιμο σύγχρονο μέσο και εργαλείο για την επίτευξη του ενός κομβικού στόχου, την «πηγή», όλης αυτής της κατάστασης: τη διασφάλιση της εισπραξιμότητας.
Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου το 2017 να επανέλθουν οι συντελεστές ΦΠΑ σε ανταγωνιστικά επίπεδα. Διαφορετικά, η πραγματικότητα θα είναι αμείλικτη. Για τους νόμιμους επιχειρηματίες που αγωνίζονται σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Για έναν τομέα με θετική επίδραση σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο ελληνικός τουρισμός θα τρέχει ασθμαίνων, πίσω από τον διεθνή ανταγωνισμό, βλέποντας διαρκώς την πλάτη του και το κράτος θα εξακολουθεί να χάνει έσοδα και στόχους.
Τα θέματα που απασχολούν τον τομέα είναι πολλά και προστίθενται νέα. Παρά τα ρεκόρ στα βασικά μεγέθη του τουρισμού μας, είναι πολλές οι τουριστικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Μάλιστα, πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις, αντιπροσωπεύουν σημαντικές μονάδες στον κλάδο, ενώ παράλληλα απασχολούν σημαντικό αριθμό εργαζομένων και συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ.
Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών κινδυνεύουν να βρεθούν σε φάση εκκαθάρισης από τους αγοραστές των προβληματικών τους δανείων.
Θεωρούμε λανθασμένη την επιλογή, να προκριθεί η πώληση των NPLs σε μικρό ποσοστό της ονομαστικής τους αξίας σε hedge funds. Αντί αυτού, θα πρέπει να επιτραπεί στις τράπεζες να αναδιαρθρώσουν με πολύ υψηλότερα ποσοστά τα δάνεια των καθ’όλα βιώσιμων επιχειρήσεων, με πιθανή είσοδο νέων κεφαλαίων ή στρατηγικών επενδυτών, ώστε αυτές να εξυγιανθούν και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Είναι τουλάχιστον παράδοξο, μια χώρα που έχει ως βασικό της στόχο την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της -και πολύ ορθά- να αρνείται την ίδια δυνατότητα στις επιχειρήσεις που αποτελούν και τον βασικό κορμό της οικονομίας της, με όρους απολύτως συμβατούς με τα διεθνή χρηματοοικονομικά πρότυπα.
Έχουμε, όμως και τις νέες τάσεις.
Η ρυθμισμένη αγορά προσφοράς τουριστικών καταλυμάτων έρχεται αντιμέτωπη με την διαμόρφωση μίας νέας αγοράς στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού. Παρόλο που σε καμία μελέτη στρατηγικής του τουρισμού δεν εμφανίζεται ως τομέας που η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει την ανάπτυξή του, κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στο φαινόμενο που παίρνει αλματώδεις διαστάσεις διεθνώς.
Είναι όμως βέβαιο ότι η συγκεκριμένη αγορά δεν μπορεί να αφεθεί να λειτουργεί ανεξέλεγκτα. Η πολιτεία πρέπει άμεσα να κάνει τις ρυθμιστικές εκείνες παρεμβάσεις, ώστε να την προσδιορίσει επακριβώς και να ορίσει το πλαίσιο λειτουργίας, όσον αφορά κυρίως την υγιεινή και την ασφάλεια. Πρωτίστως όμως πρέπει να διασφαλίσει ένα πλαίσιο ισονομίας και φορολογικής συμμετρίας σε σχέση με τα υπόλοιπα τουριστικά καταλύματα.
Μετά από σχετική μελέτη καταγραφής της διεθνούς εμπειρίας και των τάσεων που εμφανίζονται στις ανταγωνίστριες χώρες, ο ΣΕΤΕ είναι σε διαρκή επαφή με το ΞΕΕ, το θεσμικό σύμβουλο της πολιτείας και τις αμέσως επόμενες μέρες θα κατατεθεί συγκεκριμένη πρόταση.
Περαιτέρω, ενώ όλοι γνωρίζαμε ότι θα μπουν τα βιομετρικά στοιχεία στις θεωρήσεις (visa) για την είσοδο τουριστών από τρίτες χώρες, ο χρόνος κύλησε και τώρα ακούμε και από επίσημα χείλη περί μη δυνατότητας ανταπόκρισης στη ζήτηση, με πιθανότατο αποτέλεσμα να χαθούν χιλιάδες αφίξεις από σημαντικές αυτές αγορές.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο ΣΕΤΕ, από την πλευρά του, έχει ενεργοποιήσει πλήρως τους δύο επιχειρησιακούς του βραχίονες το Ινστιτούτο ΣΕΤΕ και την Marketing Greece και συνεχίζει να εργάζεται άοκνα, επιδιώκοντας τη συνεργασία με όλες τις αρμόδιες αρχές, καταρχήν τα αρμόδια υπουργεία και τον ΕΟΤ, αλλά και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς προκειμένου ο ελληνικός τουρισμός να μπορέσει να διαχειριστεί τα ζητήματα που τον απασχολούν.
Το 2013 καταθέσαμε την πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη στρατηγικής ελληνικού τουρισμού με συγκεκριμένο οδικό χάρτη. Σήμερα, η μελέτη αυτή εξειδικεύεται και εμπλουτίζονται οι στόχοι υπό το φως των σημαντικών αλλαγών, θετικών και αρνητικών, τα χρόνια που μεσολάβησαν.
Μέσω των περιφερειακών γραφείων μας, αναπτύξαμε τα στρατηγικά marketing plans τουριστικού προϊόντος για πέντε περιφέρειες της χώρας, σε στενή συνεργασία με τις περιφερειακές και τοπικές αρχές καθώς και τους τοπικούς φορείς, ενώ εξειδικεύουμε τις απαιτούμενες δράσεις για την διεύρυνση της τουριστικής περιόδου καταρχήν σε Κρήτη, Κώ και Ρόδο.
Αγγίζουμε το σημαντικότερο θέμα του ελληνικού τουρισμού, την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, σχεδιάζοντας ένα νέο ολοκληρωμένο σύστημα πιστοποίησης ποιότητας υπηρεσιών και προσόντων βασισμένο στη διεθνή εμπειρία.
Ξεκινάμε δύο νέα κύματα στοχευμένων εκπαιδευτικών σεμιναρίων υψηλού επιπέδου σε συγκεκριμένες κατηγορίες δεξιοτήτων για τους επαγγελματίες του κλάδου, ενώ προχωράει και το δεύτερο πρόγραμμα εκπαίδευσης ανέργων νέων.
Με το SETEIntelligence μπαίνουμε σε βάθος στην ανάλυση των μεγεθών των τουριστικών προϊοντων προκειμένου να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά τους και τις προοπτικές τους και μοιραζόμαστε με τον κλάδο τα αποτελέσματα.
Ενισχύουμε περαιτέρω τη Marketing Greece και συμβάλλουμε στρατηγικά και αποφασιστικά στην προώθηση των ελληνικών τουριστικών προϊόντων.
Αναλαμβάνοντας την προεδρία της Οικονομικής & Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) μέσω του Γενικού μας Γραμματέα, του Γιώργου Βερνίκου - τον οποίο επιθυμώ να συγχαρώ και από αυτό το βήμα - είμαστε έτοιμοι να πρωταγωνιστήσουμε στον κοινωνικό διάλογο και στις «συνθέσεις» που πρέπει να γίνουν για να ξαναμπεί η χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά.
Επιστρέφω, κλείνοντας, στο κύριο ζητούμενο. Ανάπτυξη και επενδύσεις. Αυτό είναι το στοίχημα, για όλους μας. Πολιτεία και ιδιωτικό τομέα.
Βρισκόμαστε ουσιαστικά στον έκτο χρόνο συνεχούς ύφεσης της οικονομίας, με εξαίρεση μια ένδειξη ανάκαμψης το 2014, γεγονός χωρίς προηγούμενο στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η πρόβλεψη του προσχεδίου προϋπολογισμού για ύφεση 2,3% και 1,5% το 2015 και 2016 αντίστοιχα, πρέπει να αποτελέσει λόγο σοβαρής εγρήγορσης όλων όσοι έχουν άμεση σχέση με την πραγματική οικονομία.
Παρόλ' αυτά, στη δημόσια συζήτηση, οι αναφορές στην ανάπτυξη, παραμένουν γενικόλογες και σε επίπεδο ευχολογίου, επομένως ανώφελες.
Εφόσον όλοι συμφωνούμε, πως ο μόνος τρόπος να αναστραφούν οι υφεσιακές τάσεις που προκαλούνται από την εφαρμογή της δανειακής συμφωνίας, είναι η εισροή νέων κεφαλαίων, η ανάταση της επιχειρηματικότητας μέσω αναπτυξιακών εργαλείων και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, τότε θα έπρεπε, ήδη, να μιλάμε πάνω σε αυτές τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σε αυτές τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης κράτους και επενδυτή είναι ίσως η σημαντικότερη συνθήκη για την υλοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Και άμεση προϋπόθεση για αυτήν την εμπιστοσύνη, είναι πρώτα απ’όλα, η ύπαρξη σταθερού επενδυτικού και φορολογικού πλαισίου.
Τι βλέπει, όμως ένας επενδυτής, Έλληνας ή ξένος, να συμβαίνει στη χώρα μας;
Βλέπει οκτώ αλλαγές ΦΠΑ διαμονής και εστίασης από το 2008 έως και σήμερα, αλλά και συνεχείς αλλαγές στη φορολογία επιχειρήσεων, που, μεταξύ άλλων, καθιστούν αδύνατη την κατάρτιση ενός στοιχειώδους businessplan δεκαετίας η ακόμη και πενταετίας.
Βλέπει τη μη εκπλήρωση από την πλευρά του δημοσίου των υποχρεώσεων που το ίδιο ανέλαβε με αποφάσεις αρμοδίων οργάνων, όπως για παράδειγμα στο πλαίσιο του αναπτυξιακού νόμου.
Βλέπει την απουσία ολοκληρωμένου Χωροταξικού Σχεδιασμού και για να είμαστε και πιο ακριβείς, την ακύρωση του τελευταίου σχετικού σχεδίου που θεσπίστηκε προ διετίας, για λόγους διαδικασίας.
Βλέπει ελλιπείς ή σταδιακά υποβαθμιζόμενες δημόσιες υποδομές στις τουριστικές περιοχές και απροθυμία να προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις που απαιτούνται για τη βελτίωση του τουριστικού προϊόντος.
Δεν έχει δει τίποτα για τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο, που λογικά θα έπρεπε με κατάλληλα κίνητρα να αντισταθμίζει τον ακριβό κόστος χρήματος. Αντίθετα βλέπει καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις και τις εγκρίσεις, αυξανόμενη γραφειοκρατία και κρατικό παρεμβατισμό.
Δεν βλέπει έναν οδικό χάρτη, που να εντοπίζει τα βασικότερα νομικά και πραγματικά ζητήματα που λειτουργούν ανασχετικά στην προσέλκυση επενδύσεων στον τομέα του τουρισμού.
Δεν βλέπει να επιβάλλονται θαρραλέες παρεμβάσεις σχετικά με την ελλειπή χρηματοδότηση, ενώ όπου αυτή υπάρχει, βλέπει κόστος χρήματος υπέρ διπλάσιο των ανταγωνιστριών χώρων.
Δεν βλέπει τελικά μια συγκροτημένη πολιτική επενδύσεων, που μπορεί να προσελκύσει, χωρίς κόστος πολύ περισσότερα απ΄ όλα μαζί τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα πακέτα Γιούνκερ και το ΕΣΠΑ ώστε να δοθεί δυναμική αύξηση στο ΑΕΠ, ώστε επιτέλους να δούμε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Και σε αυτό έχουν μεγάλη ευθύνη και οι εκπρόσωποι των δανειστών, που αντί να σκέπτονται ως entrepreneurs, εξακολουθούν πέντε χρόνια τώρα να έχουν «λογιστική λογική».
Δεν ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα, ούτε κυνηγάμε ανεμόμυλους. Μεταφέρουμε την πραγματικότητα της αγοράς, όπως τη βιώνουμε, ως Κοινωνικός Εταίρος, εκπροσωπώντας το σύνολου του τουριστικού κόσμου.
Το μήνυμα είναι ένα: απαιτείται τεχνογνωσία, αποφασιστικότητα και συνεργασία κράτους, τραπεζικού συστήματος, επιχειρηματικού κόσμου, για την επεξεργασία και υλοποίηση ρεαλιστικών πολιτικών.
Αυτό που περιμένουμε από το πολιτικό μας σύστημα, είναι να το λάβει και να του δώσει την προσοχή που πρέπει".