Σε 2 ταχύτητες «τρέχει» ο ελληνικός τουρισμός με ωφελημένους τους καθιερωμένους τουριστικούς προορισμούς (Ν. Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνιο, Αττική και Κ. Μακεδονία), οι οποίοι δέχονται τον κύριο όγκο των τουριστικών αφίξεων, και μεγάλους χαμένους τους λιγότερο γνωστούς, όπως φαίνεται από τις επιδόσεις που καταγράφουν τα ελληνικά ξενοδοχεία τα τελευταία χρόνια.
Αυτή είναι η εικόνα που αποκαλύπτει η Ξενοδοχειακή Έρευνα του INSETE Intelligence και η έκθεση «Ελληνικός Τουρισμός- Η επόμενη μέρα» της pwc, οι οποίες παρουσιάστηκαν σε Συνέντευξη Τύπου σήμερα σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας και θα συζητηθούν διεξοδικά στη σημερινή εκδήλωση «Ελληνικός τουρισμός: Προοπτικές και Δυνατότητες».
Ο προορισμός φαίνεται να είναι ο καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής απόδοσης ενός ξενοδοχείου, με το μέγεθος και την κατηγορία του να ακολουθούν. Μεγαλύτερη κερδοφορία έχουν τα ξενοδοχεία στους καθιερωμένους προορισμούς καθώς και οι πεντάστερες μονάδες, ενώ οι αποδόσεις πέφτουν στους μικρότερους προορισμούς. Επίσης, τα καταλύματα αποτελούν το δεύτερο σημαντικότερο κριτήριο επιλογής προορισμού και αντιπροσωπεύουν το 40%-50% της τουριστικής δαπάνης.
Την εικόνα 2 ταχυτήτων του ελληνικού τουρισμού, οι οποίες καθορίζονται από την υψηλότερη στάθμη διεθνών αφίξεων (κυρίως από τις 4 σημαντικότερες αγορές, Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Ιταλία και Γαλλία) και δαπανών, επιβεβαίωσε και η έρευνα της pwc. Περί το 45% των ελληνικών ξενοδοχείων (κυριαρχούν σε Ιόνιο, Ν. Αιγαίο και Κρήτη ενώ ακολουθεί το Β. Αιγαίο με μερίδιο 44%) έχουν υψηλή ανταγωνιστικότητα διεθνώς, παράγουν το 56% της κερδοφορίας και απασχολούν σχεδόν το 30% των εργαζομένων του δείγματος.
Το 77% της συνολικής χωρητικότητας των κλινών της χώρας εντοπίζεται στις 5 «δημοφιλείς» τουριστικά περιφέρειες, οι οποίες συγκεντρώνουν πάνω από το 80% της οικονομικής δραστηριότητας του ξενοδοχειακού κλάδου, σύμφωνα με την έρευνα του INSETE.
Πάντως, τις καλύτερες αποδόσεις εγγυώνται τα ξενοδοχεία τριών αστέρων στο Ν. Αιγαίο. Η Κεντρική και Δυτική Ελλάδα, καθώς και η Δυτική Μακεδονία, δεν συνδέονται με υψηλές αποδόσεις ανεξάρτητα από το είδος του ξενοδοχείου.
Η πρόκληση είναι να δημιουργηθεί ζήτηση και για τις πολυτελείς μονάδες που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια σε λιγότερο γνωστούς προορισμούς της Ελλάδας. Επιπλέον, ο υπερδανεισμός και η υποαπασχόληση επενδυμένων κεφαλαίων πλήττει όλα τα πεντάστερα της χώρας πλην την Κυκλάδων και οριακά της Αττικής.
Ο ξενοδοχειακός κλάδος ήταν ανθεκτικός ακόμα και τα χρόνια της κρίσης, όπου οι επενδύσεις συνεχίστηκαν με έμφαση στην κατηγορία των 5 αστέρων. Τα δύο τρίτα της οικονομικής δραστηριότητας οφείλονται στα ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων, τα οποία υπερκαλύπτουν το σύνολο των καθαρών επενδύσεων, ενδεικτικό της αύξησης των μονάδων έναντι των ξενοδοχείων 2 και τριών αστέρων.
Έλλειψη χωρητικότητας εκτιμάται ότι θα αντιμετωπίσουν το 2022 τα ξενοδοχεία στα Ιόνια Νησιά, τη Κρήτη και το Ν. Αιγαίο. Όπως υπογράμμισε ο Εντεταλμένος Σύμβουλος PwC Ελλάδας, κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος, εαν ο ελληνικός τουρισμός συνεχίσει ανοδικά, εκτιμάται ότι την ερχόμενη πενταετία θα χρειαστούν επενδύσεις ύψους 6,2 δισ. ευρώ συνολικά, κυρίως για δημιουργία κλινών και ανακαινίσεις, ώστε τα ελληνικά ξενοδοχεία να παραμείνουν ανταγωνιστικά, επισημαίνεται στην έρευνα της pwc.
Η μέση ξενοδοχειακή μονάδα στην Ελλάδα (9.783 ξενοδοχεία συνολικά) διαθέτει 42 δωμάτια και 82 κλίνες. Το μεγαλύτερο μερίδιο κλινών διαθέτουν κατά μέσο όρο τα τετράστερα (26%).
Την τελευταία 7ετία (2010-2017), τα πεντάστερα ξενοδοχεία –αποτελούν το 41% του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας- κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αύξηση δωματίων (+47%) και μονάδων (74.884 έναντι 51.100 το 2017 και το 2010 αντίστοιχα) από κάθε άλλη κατηγορία, καθώς οι επενδύσεις στρέφονται στην πολυτελή κατηγορία μονάδων, αναδιαρθρώνοντας το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας.
Η έρευνα της pwc δείχνει ότι την περίοδο 2011-2017, η αύξηση των κλινών σε πεντάστερα ξενοδοχεία άγγιξε το 30% ενώ, την ίδια περίοδο, οι κλίνες στα ξενοδοχεία ενός και 2 αστέρων μειώθηκαν κατά 5% και 11% αντίστοιχα. Από το 2010 έως το 2015, 1,8 δισ. ευρώ επενδύσεων αφορούσαν κυρίως ξενοδοχεία 5 αστέρων σε κύριους προορισμούς.
Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους και εγγυάται υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης σε σχέση με τα υπόλοιπα ξενοδοχεία στην Ελλάδα. Επίσης, τα πολυτελή ξενοδοχεία σημειώνουν καλύτερους δείκτες κερδοφορίας και έχουν υψηλή συγκέντρωση στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς της χώρας.
Όπως προκύπτει από την έρευνα του INSETE Intelligence, η οποία βασίστηκε σε ισολογισμούς 1.545 ξενοδοχείων το 2015, στην Ελλάδα καταγράφονται 393.000 δωμάτια κατηγοριών 2 έως 5 αστέρων, με κύκλο εργασιών 5,7 δισ. ευρώ και κέρδη προ φόρων 1,2 δισ. ευρώ.
Οι καθαρές επενδύσεις στα ξενοδοχεία ανέρχονται σε 755 εκατ. ευρώ και οι μικτές σε 1,75 δισ. ευρώ, με διπλάσια ίδια κεφάλαια (13,3 δισ. ευρώ) σε σύγκριση με τον μακροπρόθεσμο δανεισμό (7,5 δισ. ευρώ).
Τα πεντάστερα ξενοδοχεία στις Κυκλάδες (52.359) φαίνεται ότι είναι τα πιο επικερδή, αφού είναι πρωταθλητές σε επίπεδο κύκλου εργασιών ανα δωμάτιο και κερδών προ φόρων, έναντι των πεντάστερων της Αττικής (51.449), όσων λειτουργούν στο πρότυπο Ήλιος-Θάλασσα (28.754) και των πεντάστερων στην υπόλοιπη Ελλάδα (20.674). Μάλιστα τα κέρδη προ φόρων των πεντάστερων μονάδων της υπόλοιπης Ελλάδας παρουσιάζουν μείωση 20%, την ώρα που τα πεντάστερα των Κυκλάδων έχουν το μεγαλύτερο θετικό ποσοστό (23%).
Ωστόσο, όπως επισήμανε ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ, κ. Άρης Ίκκος, η κερδοφορία δεν καθορίζεται από το μέγεθος του ξενοδοχείου αλλά από τον προορισμό: Το ποσοστό των δωματίων σε μονάδες 5 αστέρων στις Κυκλάδες, δεν ξεπερνά το 5%.
Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζουν και τα τετράστερα, με εκείνα των Κυκλάδων να παρουσιάζουν τον υψηλότερο κύκλο εργασιών από τα υπόλοιπα. Οι δείκτες κερδοφορίας τους είναι καλύτερες από των πεντάστερων. Στα ξενοδοχεία δυο και τριών αστέρων, οι δείκτες δανεισμού-κερδοφορίας είναι κατά κύριο λόγο υγιείς.
Ο σημαντικότερος κίνδυνος για τον ελληνικό τουρισμό είναι η κάμψη της ζήτησης στον τρέχοντα τουριστικό κύκλο, ο οποίος ανανεώνεται ανά πενταετία, για λόγους που σχετίζονται με τις διεθνείς τουριστικές αγορές. Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή του τρέχοντος κύκλου της και αναμένεται επιβράδυνση της αύξησης της τουριστικής δραστηριότητας, τονίζεται στην έρευνα της pwc.
Οι πολιτικές που θα διευκολύνουν την υλοποίηση των επενδυτικών στρατηγικών είναι η προσλεκυση τουριστών με υψηλά εισοδήματα (+6,9 δισ. ευρώ στις τουριστικές εισπράξεις), η εισαγωγή συμπληρωματικών προϊόντων (+2,6 δισ. ευρώ τουριστικών εισπράξεων), η επέκταση της ζήτησης σε δευτερεύοντες προορισμούς (+2,1 δισ. ευρώ εσόδων ξενοδοχείων) και η αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος (+4,3 δισ. ευρώ πρόσθετο ΑΕΠ ετησίως). Επίσης, κρίνονται αναγκαίες οι συνέργειες δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την ενίσχυση της συνεισφοράς του τουρισμού.