Ευκαιρίες επιχειρηματικής συνεργασίας με την Λευκορωσία διαπιστώνει σε έκθεση του το ελληνικό γραφείο οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων στη Μόσχα στους τομείς του τουρισμού της γεωργίας, των κατασκευών και της ενέργειας.
Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των ξένων επενδυτών στη Λευκορωσία, με υπολογιζόμενο επενδυμένο κεφάλαιο ύψους περίπου 600.000 δολ. (σύμφωνα με στοιχεία των επενδυτών), ποσό πολύ μικρότερο από αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Στο ανωτέρω ποσό δεν περιλαμβάνονται οι επενδύσεις της 3Ε Hellenic Bottling Company, η οποία έχει επενδύσει σημαντικά κεφάλαια μέσω Ολλανδίας.
Στη Λευκορωσία υπάρχουν 3.800 επιχειρήσεις με ξένο κεφάλαιο και από αυτές, σύμφωνα με πηγές του λευκορωσικού Υπουργείου Οικονομίας, μόνο 6 είναι με ελληνικό κεφάλαιο, κυρίως προσανατολισμένες στην παραγωγή ξυλείας και μαρμάρου. Ωστόσο, δραστηριοποιούνται συνολικά 14 επιχειρήσεις συμπεριλαμβανομένων και των συμφερόντων Ελλήνων ομογενών. Μεταξύ των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων Ελλήνων ομογενών διακρίνονται οι αδελφοί Τοπουζίδη, οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες μεγάλου εμπορικού κέντρου στο Μίνσκ, με την επωνυμία “KORONA”, έκτασης 20.000 τ.μ., του Ομίλου “TABAK INVEST” (η μοναδική καπνοβιομηχανία της χώρας), σημαντικής μεταλλουργικής μονάδας κλπ.
Κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, η Λευκορωσία ακολουθεί εδώ και χρόνια μια σταδιακή διαδικασία μετάβασης στην οικονομία της αγοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από την υλοποίηση περιορισμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη μετριοπαθή αναδιοργάνωση των σοβιετικών δικτύων παραγωγής. Αντί των ιδιωτικοποιήσεων και της εξάρτησης από τον ιδιωτικό τομέα για την υποστήριξη της οικονομικής μεγέθυνσης, έχει δοθεί έμφαση στην αναβάθμιση των μεγάλων επιχειρήσεων που ελέγχονται από το κράτος.
Η μεγέθυνση έχει συνδυαστεί με την αξιοσημείωτη μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και με την αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών που συγκαταλέγονται στο φτωχότερο 40%. Δυστυχώς, οι παράγοντες που διευκόλυναν την πρόοδο της λευκορωσικής οικονομίας στο πρόσφατο παρελθόν δεν υφίστανται πλέον. Η κατανάλωση δεν είναι πλέον δυνατό να χρηματοδοτηθεί με εξωτερικό δανεισμό χωρίς να επιβαρύνεται άμεσα το εξωτερικό χρέος. Κατά συνέπεια, η διατήρηση του υψηλότερου (σε σχέση με το παρελθόν) βιοτικού επιπέδου θα πρέπει να υποστηριχθεί από την επίτευξη υψηλότερης παραγωγικότητας και μεγαλύτερης οικονομικής αποτελεσματικότητας. Προϋποθέσεις για τις τελευταίες είναι, μεταξύ άλλων, η συνέχιση των οικονομικών, κοινωνικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, η ενίσχυση του ρόλου των ιδιωτικών επιχειρήσεων και της αγοράς και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του πληθυσμού.