Η Ισπανική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται άνω του μέσου ευρωπαϊκού όρου, σημειώνοντας, ωστόσο, επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Εθνική Στατιστική Αρχή της χώρας (INE), η εθνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 0,5% το β’ τρίμηνο του έτους ενώ το α’ τρίμηνο ο βαθμός αυτός έφθανε το 0,7%. Σημειώνεται ότι το ανωτέρω ποσοστό ανάπτυξης είναι μικρότερο από το εκτιμώμενο της Τράπεζας της Ισπανίας, η οποία, για την περίοδο μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, προέβλεπε αύξηση 0,6% και ετήσια 2,4%, η οποία όμως εν τέλει δεν ξεπέρασε το 2,3%.
Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρέασαν την οικονομία, το β’ τρίμηνο 2019. Αρχικά, η αυξημένη εξωτερική ζήτηση βοήθησε κατά πολύ στην εν λόγω ανάπτυξη, δεδομένου ότι σε τριμηνιαία βάση, μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, αυξήθηκε κατά 0,7%, ενώ το α’ τρίμηνο του 2019 η εξωτερική ζήτηση είχε αυξηθεί κατά 0,2%.
Παράλληλα, η εσωτερική ζήτηση ενισχύθηκε κατά 1,6%, παρουσιάζοντας επίσης σημάδια επιβράδυνσης, αφού για το ίδιο διάστημα του 2018, το ποσοστό αυτό έφθασε το 3,3%.
Αντιθέτως, παρά την ενίσχυση της ζήτησης, αρνητικά επηρέασαν τη συνολική οικονομία οι δύο εκλογικές περίοδοι που διένυσε η χώρα, αρχικά οι εθνικές εκλογές στις 28 Απριλίου και επιπλέον οι κοινοτικές και δημοτικές εκλογές στις 26 Μαΐου, λόγω των οποίων μειώθηκαν κατά τέσσερεις μονάδες οι δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις. Επιπλέον, η παραγωγικότητα μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες ενώ το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 2,1%.
Η επιβράδυνση αυτή συμβαδίζει με την συνολική επιβράδυνση που παρατηρείται στην ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία για το β’ τρίμηνο ήταν 0,2% και 1,3% σε τριμηνιαία και ετήσια βάση αντίστοιχα. Για την ισπανική οικονομία, η επιβράδυνση αυτή αναμένεται και για το 2020 και συγκεκριμένα το ΔΝΤ, τον Ιούλιο, παρουσίασε προβλέψεις για ανάπτυξη 2,3% για το τρέχον έτος και 1,9% για την επόμενη χρονιά.
Όσον αφορά την εργασία και τα ποσοστά απασχόλησης, η Ισπανία συνεχίζει να αυξάνει τους απασχολούμενούς της, καθώς σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018, ο αριθμός αυτών αυξήθηκε κατά 2,5% ή 459.000 εργαζομένους, έχοντας όμως το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε., μετά την Ελλάδα, που, αν και βαίνει συνεχώς μειούμενο, ανέρχεται σε 14,02%.