Καθημερινά αυξάνονται τα κρούσματα της πανδημίας στη Γερμανία. Ωστόσο, έχει ήδη αρχίσει η πολιτική συζήτηση για χαλάρωση των μέτρων. Πώς εξηγείται αυτό; Απάντηση στο ερώτημα δίνει το θέμα της DW, που ακολουθεί....
Τη συζήτηση για επικείμενη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων ξεκίνησε ο υπουργός Δικαιοσύνης Μάρκο Μπούσμαν, επίλεκτο στέλεχος του Κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP), που παραδοσιακά αντιμετωπίζει με κάποια δυσπιστία τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας στο όνομα της υγειονομικής προστασίας. Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο πρόεδρος του FDP και υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ.
Αλλά και ο συντηρητικός πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Μάρκους Ζέντερ, μέχρι πρότινος φανατικός υποστηρικτής των περιοριστικών μέτρων, κάνει πλέον λόγο για σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών στην εστίαση, τις εμπορικές εκθέσεις, τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, αλλά και τις αθλητικές συναντήσεις. Ορόσημο θεωρείται πλέον η επόμενη συνάντηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς με τους πρωθυπουργούς των ομόσπονδων κρατιδίων στις 16 Φεβρουαρίου.
Το μεσημέρι της Τετάρτης ο πρωθυπουργός του Σλέσβιγκ Χόλσταιν, Ντάνιελ Γκύντερ, έκανε την έκπληξη: Χωρίς καν να περιμένει την κρίσιμη σύσκεψη της 16ης Φεβρουαρίου έσπευσε να ανακοινώσει ότι στο δικό του κρατίδιο τα μέτρα θα χαλαρώσουν ήδη από την επόμενη Τετάρτη, 9 Φεβρουαρίου. «Είναι ένα πρώτο βήμα για την επιστροφή στην κανονικότητα», υποστηρίζει ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός. Μεταξύ άλλων καταργείται ο έλεγχος των πιστοποιητικών εμβολιασμού στο λιανικό εμπόριο και την εστίαση, ενώ απελευθερώνεται το ωράριο λειτουργίας των εστιατορίων.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ανακοινώσεις έγιναν λίγες ώρες μετά την κατάργηση των περιορισμών στη γειτονική Δανία. Το Σλέσβιγκ Χόλσταϊν, το πιο βόρειο κρατίδιο της Γερμανίας, ζει σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό και ανταγωνίζεται τη Δανία στην προσπάθεια για προσέλκυση επισκεπτών από τη βόρεια Γερμανία, αλλά και τη Σκανδιναβία. Ήδη σήμερα το λόμπι της φιλοξενίας και της εστίασης στο Σλέσβιγκ Χόλσταϊν διαμαρτύρεται για μείωση τζίρου κατά 60% μετά την επιβολή των τελευταίων περιοριστικών μέτρων. Οι επόμενες εβδομάδες θεωρούνται κρίσιμες για τον κλάδο, καθώς ο κόσμος προγραμματίζει τις διακοπές του για την περίοδο του Πάσχα και της Πρωτομαγιάς.
Ντόμινο ...χαλάρωσης τις επόμενες ημέρες;
Το παράδειγμα του Σλέσβιγκ Χόλσταϊν βρήκε γρήγορα μιμητές. Στο κρατίδιο της Έσσης εκπρόσωπος της τοπικής κυβέρνησης δηλώνει ότι «σε εύθετο χρόνο» θα ανακοινωθεί η χαλάρωση των υγειονομικών μέτρων, καθώς μάλιστα πρόσφατη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου στη Φρανκφούρτη εκφράζει ενδοιασμούς για την επιβολή ελέγχων στο λιανικό εμπόριο. Αλλά και ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος της Βρέμης, Αντρέας Μποβενσούλτε, δηλώνει ότι «από τη στιγμή που η κατάσταση στα νοσοκομεία παραμένει σταθερή, καλό είναι να συζητήσουμε από τώρα για μία μελλοντική χαλάρωση των μέτρων», ενώ χαρακτηρίζει «θαρραλέα» την απόφαση της γειτονικής Δανίας να ανακαλέσει τους περιορισμούς. Ασυνήθιστα σιωπηλός παραμένει μέχρι στιγμής ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι το Σλέσβιγκ Χόλσταϊν έχει έναν από τους πιο χαμηλούς δείκτες κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους σε ολόκληρη τη Γερμανία (899,4). Τον υψηλότερο δείκτη καταγράφουν το Βερολίνο (1.790,2), η Έσση (1.579,9) και η Βαυαρία (1.550), ενώ ο μέσος όρος για όλη τη χώρα κυμαίνεται στο 1.283,2. Στην αρχή της πανδημίας ο συγκεκριμένος δείκτης (που καταγράφει τα νέα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους τις τελευταίες επτά ημέρες), αποτελούσε το κύριο κριτήριο για την επιβολή περιοριστικών μέτρων. Γι αυτό άλλωστε την άνοιξη του 2020 είχε επιβληθεί αυστηρό λόκνταουν μόλις ο δείκτης ξεπέρασε την τιμή 50, καθώς δεν υπήρχε ακόμη εμβόλιο και ο κόσμος ήταν ανυπεράσπιστος απέναντι στην πανδημία.
Σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Καθημερινά οι υγειονομικές αρχές καταγράφουν νέα ρεκόρ κρουσμάτων, αλλά ο συγκεκριμένος δείκτης δεν θεωρείται πλέον βασικό κριτήριο για την επιβολή μέτρων. Πιο σημαντικά κριτήρια είναι ο δείκτης θνησιμότητας, η κατάσταση που επικρατεί στα νοσοκομεία και κυρίως στις ΜΕΘ, καθώς και τα ποσοστά εμβολιασμού στον συνολικό πληθυσμό και ιδιαίτερα στις ευπαθείς ομάδες. Έτσι η Δανία ανακαλεί τους περιορισμούς με το 68% του πληθυσμού να επικροτεί την απόφαση, παρότι ο δείκτης κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους πλησιάζει την τιμή 6.000.
Επιχειρήματα υπέρ και κατά
Η συζήτηση μεταφέρεται τώρα και στη Γερμανία. Την άνοιξη του 2021, όταν ακόμη οι επιστήμονες δεν προβληματίζονταν για τη «μετάλλαξη Όμικρον», είχαν χαλαρώσει τα περιοριστικά μέτρα, αλλά μόνο για τους εμβολιασμένους.Σήμερα το κύριο επιχείρημα υπέρ της χαλάρωσης των μέτρων είναι η ότι η «μετάλλαξη Όμικρον» μπορεί να είναι πιο μεταδοτική, αλλά - τουλάχιστον για εκείνους που έχουν «θωρακιστεί» με το εμβόλιο - φαίνεται ότι έχει λιγότερο σοβαρές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, παρά τον ιδιαίτερα αυξημένο αριθμό κρουσμάτων, η κατάσταση στις ΜΕΘ παραμένει σταθερή και υπό έλεγχο.
Ο δείκτης θνησιμότητας στη Γερμανία έχει μειωθεί στο 1,7 (αριθμός νεκρών ανά εβδομάδα και ανά εκατομμύριο του πληθυσμού), ενώ στη Δανία φτάνει το 3,3 και στη Μ.Βρετανία κυμαίνεται στο 3,8%. Ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της χαλάρωσης είναι ότι ο εμβολιασμός έχει προχωρήσει αρκετά, ακόμη κι αν δεν έχει φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα. Η βρετανική εφημερίδα Financial Times υπολόγιζε πρόσφατα, επικαλούμενη γαλλική έρευνα, ότι με την «μετάλλαξη Όμικρον» οι πιθανότητες ενός διπλά εμβολιασμένου 70χρονου να εισαχθεί στην εντατική είναι ίδιες με εκείνες ενός ανεμβολίαστου 40χρονου.
Για τους υπέρμαχους των υγειονομικών μέτρων το κύριο επιχείρημα είναι ότι με βάση τα επιδημιολογικά στοιχεία για τη Γερμανία η κορύφωση της πανδημίας δεν έχει επέλθει ακόμη και αναμένεται το νωρίτερο στα μέσα Φεβρουαρίου. Σε αυτή την εκτίμηση συγκλίνουν κορυφαίοι επιδημιολόγοι. Κατά συνέπεια υπάρχουν ακόμη αστάθμητοι παράγοντες, για παράδειγμα η νέα υποπαραλλαγή της «μετάλλαξης Όμικρον» με την επιστημονική ονομασία ΒΑ.2 ή «Όμικρον 2». Μελέτες δείχνουν ότι ίσως αποδειχθεί πιο μεταδοτική από το κύριο στέλεχος της «Όμικρον». Ανησυχία εκφράζουν οι ειδικοί και για πιθανές επιπτώσεις στα μικρά παιδιά, καθώς και για το αποκαλούμενο «long covid», τις μακροχρόνιες περενέργειες της νόσησης για τον οργανισμό, που ακόμη δεν έχουν αξιολογηθεί επαρκώς.
Επιπλέον, όσοι απορρίπτουν τη χαλάρωση των μέτρων επισημαίνουν ότι η σύγκριση με την Δανία δεν ευσταθεί, καθώς η συγκεκριμένη χώρα έχει ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοσό εμβολιασθέντων: Το 81% θεωρείται πλήρως εμβολιασμένο, ενώ ποσοστό 61% έχει κάνει και μία τρίτη, αναμνηστική δόση. Μάλιστα στις ηλικίες άνω των 65 ετών το ποσοστό των Δανών που έχουν εμβολιαστεί πλήρως φτάνει το 97%. Στη Γερμανία έχει εμβολιασθεί πλήρως το 74% του συνολικού πληθυσμού, ενώ τρίτη δόση του εμβολίου έχει κάνει μόλις το 53%. Ιδιαίτερα στις ηλικίες άνω των 60 υπάρχει ένα μεγάλο «κενό» στη στατιστική, προφανώς από ανθρώπους που εκ πεποιθήσεως αρνούνται να εμβολιαστούν. Έτσι, στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ο αριθμός των ανεμβολίαστων στη Γερμανία είναι τετραπλάσιος από τον αντίστοιχο στην Αγγλία.