Περισσότερο από ποτέ ανησυχούν οι Βρετανοί για το αποτύπωμα άνθρακα στις διακοπές τους, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Mintel για τον Εσωτερικό Τουρισμό της χώρας.
Τα οφέλη για το περιβάλλον που σημειώθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια και τα οποία προέκυψαν από τη μαζική μείωση των ταξιδιών, οδήγησαν και φέτος αρκετούς Βρετανούς στην επιλογή διακοπών «στο σπίτι»,αντί να ταξιδέψουν στο εξωτερικό.
Ειδικότερα, η έκθεση της Mintel διαπίστωσε ότι περισσότεροι από τους μισούς (53%) των ενηλίκων του Ηνωμένου Βασιλείου, σχεδιάζουν να κάνουν διακοπές στο σπίτι, τους 12 μήνες που ακολουθούν τον Αύγουστο του 2021, με τη ζήτηση να αναμένεται να αυξηθεί από την άνοιξη και μετά.
Στην έκθεση διαπιστώνεται επίσης ότι σχεδόν το 1/5 (18%) των Βρετανών που σχεδιάζουν να περάσουν το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, θέλουν να το κάνουν για να περιορίσουν το αποτύπωμά τους άνθρακα. Προς αυτή την κατεύθυνση, η έκθεση Mintel's Family Holidays, διαπίστωσε ότι 1 στους 6 (14% ) των γονιών, θεωρεί τη μείωση του άνθρακα ως έναν από τους 5 κύριους παράγοντες, όταν εξετάζουν τις επιλογές των οικογενειακών διακοπών τους. Επιπλέον, στην έρευνα διαπιστώθηκε ότι περισσότερο από το 1/4 (28%) των ενηλίκων Βρετανών δήλωσαν ότι δίνουν προτεραιότητα στο περιβάλλον περισσότερο από ό,τι πριν από την πανδημία.
‘Όπως φαίνεται από τις απαντήσεις των Βρετανών στην έρευνα, ως προς τις επιλογές καταλύματος, οι βραχυπρόθεσμες ενοικιάσεις παρέχουν μια ελκυστική πρόταση για τους εν λόγω περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένους τουρίστες. Παράγοντες όπως η επαναχρησιμοποίηση των υπαρχόντων σπιτιών, το να μην χρειάζεται να ταξιδέψουν πολύ μακριά, μειώνοντας έτσι τη ρύπανση και τη χρήση καυσίμων, η δυνατότητα αγοράς τοπικών προϊόντων και η δαπάνη χρημάτων στις τοπικές κοινότητες, οι Βρετανοί τα θεωρούν σημαντικά.
Εξάλλου, οι ειδικοί αναλυτές στο Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμούν ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις θα αποτελέσουν έναν από τους βασικούς παράγοντες της ανάκαμψης του Ηνωμένου Βασιλείου και του κλάδου, ο οποίος το 2022 αναμένεται να φτάσει τα επίπεδα του 2019, δηλαδή στις περίπου 2,1 δισ. λίρες Αγγλίας.