Το ύψος του πληθωρισμού στη Βρετανία χωρίς προηγούμενο τα τελευταία 40 χρόνια και η διαταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα των ελαίων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, δυσχεραίνουν τις όποιες προβλέψεις για την εξέλιξη της ζήτησης του ελαιολάδου στη βρετανική αγορά.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Kantar δείχνουν ότι το ελαιόλαδο διατηρεί μεν τον κεντρικό του ρόλο στη διατροφή των Βρετανών, ωστόσο οι πωλήσεις λιανικής υποχώρησαν με την άρση των περιορισμών και την επαναλειτουργία της εστίασης, τάση που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ανατραπεί εκτός απρόοπτης επιδημιολογικής εξέλιξης.
Ένας λόγος για τον οποίο οι Βρετανοί μπορεί να επιστρέψουν στην οικιακή Παρασκευή γευμάτων είναι το διαρκώς αυξανόμενο κόστος ζωής. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση πάντως, με τον πληθωρισμό να διαβρώνει την αγοραστική τους ικανότητα, μια μερίδα νοικοκυριών εκτιμάται ότι θα στραφεί σε φθηνότερα ελαιόλαδα ιδιωτικής ετικέτας, σε χαμηλότερης ποιότητας ελαιόλαδα, σε μικρότερες συσκευασίες επώνυμων ή σε μεγαλύτερες συσκευασίες ιδιωτικής ετικέτας. Στο παρελθόν πάντως οι Βρετανοί αποδείχτηκαν πρόθυμοι να επιλέξουν ένα ανώτερης κατηγορίας προϊόν έναντι επιπλέον αντιτίμου, γεγονός που συνιστά ευκαιρία για ανώτερης ποιότητας οργανικά ελαιόλαδα και ελαιόλαδα ειδικού τύπου.
Καθώς οι Βρετανοί καταναλωτές είναι ευαίσθητοι στην τιμή των προϊόντων και υπάρχει η πεποίθηση ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι συγκρίσιμης ποιότητας με τα επώνυμα, εκτιμάται ότι τα ελαιόλαδα αυτά θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην αγορά. Από θέση ισχύος, οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής θα ασκούν διαρκώς μεγαλύτερη πίεση στους προμηθευτές τους για χαμηλές τιμές.
Πάντως, στις αρχές Αυγούστου η μέση τιμή ελαιολάδων ιδιωτικής ετικέτας στις τέσσερις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ της χώρας ήταν αυξημένη κατά 50,2% σε σχέση με πέρυσι, ενώ μόνο μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου η μέση τιμή λιανικής αυξήθηκε κατά 28,5%.
Εξάλλου, ακραίες κλιματολογικές συνθήκες στην Ισπανία φέτος το καλοκαίρι αναμένεται να πλήξουν την παραγωγή και να επηρεάσουν τη διεθνή τιμή του ελαιολάδου. Τον Ιούλιο, η τιμή αναφοράς Mintec για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο αυξήθηκε κατά 7,3% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και κατά 14,2% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, αύξηση που αναμένεται να περάσει στους καταναλωτές προς το τέλος του έτους και να φτάσει στο επίπεδο του 20%-25%.
Με τον πληθωρισμό στο 10,1% τον Ιούλιο και εκτίμηση ότι θα ξεπεράσει το 13% το τέταρτο τρίμηνο του έτους, οι Βρετανοί καταναλωτές γίνονται ακόμα πιο ευαίσθητοι στην τιμή των προϊόντων. Το λάδι θεωρείται μεν βασικό προϊόν που οι καταναλωτές θα εξακολουθήσουν να αγοράζουν ανεξαρτήτως τιμής, ωστόσο εκτιμάται ότι θα μετακινηθούν προς φθηνότερα επώνυμα ή προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Η τάση αυτή είχε αρχίσει να παρατηρείται ήδη από το 2021.
Σε ότι αφορά την κατανομή της δαπάνης ανά αποκεντρωμένη διοίκηση και περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου, το Λονδίνο με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (55.974 λίρες), εμφανίζει τη μεγαλύτερη μέση εβδομαδιαία δαπάνη για μαγειρικά έλαια και λίπη, τόσο σε απόλυτο αριθμό (0,7 λίρες), όσο και ως ποσοστό στη συνολική δαπάνη για τρόφιμα (1,1%), με το μέσο όρο της χώρας να διαμορφώνεται σε 0,7%. Επιπλέον, με πολυπολιτισμικό και προοδευτικό χαρακτήρα, το Λονδίνο είναι η μόνη περιοχή όπου η κατανάλωση μαγειρικών ελαίων και λιπών προηγείται αυτής των πιο παραδοσιακών για τη χώρα προϊόντων (βούτυρο και μαργαρίνες). Δαπάνη για μαγειρικά έλαια και λίπη ως ποσοστό στο σύνολο της δαπάνης για τρόφιμα λίγο πάνω από το μέσο όρο της χώρας εμφανίζει ακόμα η περιοχή Yorkshire and The Humber (Αγγλία, μεγαλύτερη πόλη Leeds).
Προοπτικές ελληνικών προϊόντων
Ισπανία και Ιταλία διατηρούν δεσπόζουσα θέση στη βρετανική αγορά ελαιολάδου, ενώ και τα μεγέθη των εταιρειών τους είναι σαφώς διαφορετικά από αυτά της μέσης ελληνικής εξαγωγικής επιχείρησης. Από την άλλη πλευρά, είναι αξιοσημείωτο ότι, το πρώτο εξάμηνο του 2022, το μερίδιο της Ελλάδας στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο είναι χαμηλότερο από αυτό χωρών που δεν είναι καν ελαιοπαραγωγοί και που κατά πάσα πιθανότητα πωλούν και προϊόν ελληνικής προέλευσης. Όπως επίσης αξιοσημείωτο είναι, το ότι πωλείται ελληνικό ελαιόλαδο ιδιωτικής ετικέτας συσκευασμένο σε χώρα άλλη από την Ελλάδα ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Η επιλογή εξαγωγής προϊόντος υψηλής ποιότητας, αλλά χαμηλής προστιθέμενης αξίας στις μεγάλες ελαιοπαραγωγούς ή στις έμπειρες εξαγωγικά χώρες (π.χ. Ιταλία, Ισπανία), παραμένει αμφιλεγόμενη, τόσο για τη φήμη του ίδιου του προϊόντος, όσο και για την απόδοση της επένδυσης των παραγωγών.
Το 2020 φάνηκε να αναπτύσσεται μια δυναμική για το ελληνικό εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, καθώς το δοκίμασαν περισσότεροι καταναλωτές, είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη. Τα στοιχεία του 2021 φανερώνουν ότι με την ομαλοποίηση της τροφοδοσίας, η δυναμική αυτή χάθηκε και ότι η Ιταλία κυρίως, παραμένει η προμηθεύτρια χώρα επιλογής για τους Βρετανούς αγοραστές, με τα ελληνικά προϊόντα να λειτουργούν συμπληρωματικά για την ενίσχυση της προσφερόμενης γκάμας τους, ή για την κάλυψη αιφνίδιων ελλείψεων. Εκτιμάται συνεπώς, ότι η προσδοκία απόσπασης αξιόλογου μεριδίου από τις δύο βασικές προμηθεύτριες χώρες ως προς τα επώνυμα προϊόντα τους φαίνεται πολύ δύσκολα επιτεύξιμη.
Ωστόσο, η Ελλάδα θα μπορούσε τουλάχιστον να διεκδικήσει απευθείας το μερίδιό της στη βρετανική αγορά στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας με περιεχόμενο ελληνικής προέλευσης και συσκευασία χώρας άλλης από την Ελλάδα ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Δεδομένου του μεγέθους της βρετανικής αγοράς και της διαπραγματευτικής δύναμης των δικτύων λιανικής, καλύτερα αποτελέσματα θα μπορούσε πιθανά να φέρει κάποια συλλογική προσπάθεια, που θα δημιουργούσε το κρίσιμο μέγεθος στους συμμετέχοντες εξαγωγείς, ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν μεγαλύτερη κάλυψη, ανταγωνιστικές τιμές, σταθερή προσφορά και περιορισμό του κόστους διαχείρισης της εξαγωγικής προσπάθειας. Η πιθανή ανάδειξη νέων ανταγωνιστών από τρίτες χώρες, συνηγορεί επίσης στη διερεύνηση του ενδεχομένου σύμπραξης μεταξύ Ελλήνων παραγωγών και εξαγωγέων.
Όσον αφορά τα ελαιόλαδα που τοποθετούνται ως μη μαζικά, εκλεκτά είδη, βεβαίως η διαφοροποίηση μπορεί να στηριχθεί εν μέρει στην ιδιαιτερότητα της συσκευασίας, αλλά οι εξαγωγείς θα πρέπει επίσης να είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν σημαντικά για την είσοδό τους στην αγορά των μεγάλων καταστημάτων εκλεκτών ειδών και σε εξειδικευμένες αγορές (niche markets) και να πείσουν για τη μοναδικότητα των προϊόντων τις ειδικές ομάδες ενδιαφέροντος στις οποίες απευθύνονται. Συσκευασίες που ανταποκρίνονται στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες και που διευκολύνουν τη δοσομέτρηση, θα πρέπει να θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ.
Τα στοιχεία προέρχονται από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Λονδίνο.