Νέα ώθηση στον τουρισμό της Κροατίας δίνει η απόφαση της ΕΕ για ένταξη στη ζώνη Σένγκεν την 1η Ιανουαρίου. Απογοήτευση σε Βουλγαρία και Ρουμανία, που παραμένουν «εκτός νυμφώνος». Διαβάστε τι γράφει η Deutsche Welle
Είναι ένας από τους πιο ισχυρούς ανταγωνιστές της Ελλάδας στην τουριστική αγορά. Μέσα σε λίγες δεκαετίες μετά την απόσχισή της από τη Γιουγκοσλαβία, η Κροατία έχει αναδειχθεί σε έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς στην Ευρώπη. Προσελκύει όλο και περισσότερους επισκέπτες υψηλού εισοδήματος. Συγκριτικό πλεονέκτημά της είναι, μεταξύ άλλων, η ελάχιστη απόσταση από τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Μειονέκτημά της, μέχρι σήμερα, ήταν οι κουραστικοί τελωνειακοί έλεγχοι. Σε περιόδους αιχμής χιλιάδες οδηγοί από τη Γερμανία, την Αυστρία και τη Βόρεια Ευρώπη περίμεναν ώρες ολόκληρες στα σύνορα, μέχρι να ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις.
Από την 1η Ιανουαρίου όλα αλλάζουν. Η Κροατία εντάσσεται στη ζώνη Σένγκεν και ανοίγει τα σύνορά της για τους ξένους επισκέπτες, καθώς εκπίπτει πλέον ο έλεγχος διαβατηρίων. Αλλά και το αντίστροφο συμβαίνει, όπως επισημαίνει, με εμφανή ικανοποίηση, ο Κροάτης υπουργός Εσωτερικών Ντάβορ Μποζίνοβιτς. «Επιτέλους, η Κροατία ανήκει στο Σένγκεν» δηλώνει ο Μποζίνοβιτς στο περιθώριο της συνάντησης των υπουργών Εσωτερικών της ΕΕ στις Βρυξέλλες. «Από την 1η Ιανουαρίου οι πολίτες μας μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα στη μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερων μετακινήσεων σε όλον τον κόσμο. Για εμάς είναι ένα μεγάλο επίτευγμα, που δεν προέκυψε τυχαία». Σημειωτέον ότι από τον Ιανουάριο του 2023 η Κροατία υιοθετεί και το ευρώ.
Επιμένει στο βέτο η Αυστρία
Την ίδια στιγμή, έκδηλη απογοήτευση επικρατεί στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Από το 2011 προσπαθούν να ενταχθούν στη ζώνη Σένγκεν οι δύο χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης και ήλπιζαν ότι φέτος θα τα καταφέρουν, επιτέλους. Όμως η Αυστρία προβάλλει βέτο, καθώς φοβάται ανεπιθύμητες εξελίξεις στο προσφυγικό. Επιφυλάξεις εκφράζει και η Ολλανδία. Η χθεσινή συνάντηση των υπουργών Εσωτερικών της ΕΕ στις Βρυξέλλες δεν κατάφερε να βρει λύση για να προχωρήσει η ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, παρότι η τσεχική προεδρία είχε καταθέσει τρεις διαφορετικές συμβιβαστικές προτάσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ήδη πριν από την ψηφοφορία στις Βρυξέλλες ο Αυστριακός υπουργός Εσωτερικών Γκέρχαρντ Κάρνερ είχε ξεκαθαρίσει ότι «για λόγους ασφαλείας» δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη. «Θα ψηφίσω κατά της διεύρυνσης με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, γιατί όταν ένα σύστημα δεν λειτουργεί σε πολλά σημεία, είναι λάθος να το διευρύνεις κιόλας», ανέφερε χαρακτηριστικά. «Είχαμε φέτος στην Αυστρία 100.000 παράνομες διελεύσεις μεταναστών, εκ των οποίων οι 75.000 δεν είχαν καταγραφεί. Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα δεν λειτουργεί. Συνεχίζονται οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα, σε πολλά σημεία της Ευρώπης: στα σύνορα της Αυστρίας με την Ουγγαρία, της Γερμανίας με την Αυστρία, της Τσεχίας με τη Σλοβακία. Είναι και αυτό μία απόδειξη ότι το σύστημα δεν λειτουργεί αυτή τη στιγμή».
«Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια»
Διαφορετική εκτίμηση εκφράζει ο Βούλγαρος υπουργός Εσωτερικών, Ιβάν Ντεμερτζίεφ, επισημαίνοντας ότι η εισήγηση της Κομισιόν ήταν θετική για την προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στη ζώνη Σένγκεν και υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα δεν είναι πλέον τεχνικό, αλλά καθαρά πολιτικό. «Δύο χώρες είχαν διαφορετική άποψη, αλλά 25 χώρες μας υποστήριξαν χωρίς επιφυλάξεις, λέγοντας ότι αυτή θα ήταν η σωστή απόφαση», αναφέρει ο Ντεμερτζίεφ. «Διατηρούμε θετική διάθεση και θα εργαστούμε για την αναζήτηση συμβιβασμού, που θα καλύπτει και αυτές τις δύο χώρες».
Κριτική στην κυβέρνηση της Βιέννης ασκεί ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Νικολάε Τσιούκα: «Λυπούμαστε για την ανελαστική στάση της Αυστρίας, την οποία, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνουμε. Η Ρουμανία έχει αποδείξει, περισσότερο από ποτέ τον τελευταίο χρόνο, ότι μπορεί να συμβάλει στην ασφάλεια της Ευρώπης». Σήμερα η ζώνη Σένγκεν περιλαμβάνει 26 ευρωπαϊκές χώρες (22 κράτη-μέλη της ΕΕ συν την Ελβετία, τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν). Εκτιμάται μάλιστα ότι περίπου 1,7 εκατομμύρια πολίτες ζουν σε άλλη χώρα από εκείνη, στην οποία εργάζονται καθημερινά, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων.