Αν υπάρχει ένα πράγμα που τρομάζει τους Γερμανούς, είναι το άδειο πορτοφόλι. Για τρίτη συνεχόμενη φορά, ο φόβος ενός υψηλότερου κόστους ζωής έρχεται στην πρώτη θέση στην ετήσια κατάταξη του ασφαλιστικού φορέα R+V. Παρά τη σταδιακή μείωση του πληθωρισμού, τα επιδόματα εξίσωσης του πληθωρισμού και τις μισθολογικές αυξήσεις, οι Γερμανοί παραμένουν επιφυλακτικοί.
Αυτό που αγχώνει περισσότερο τους πολίτες στη Γερμανία είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης, όταν δηλαδή δεν μπορούν πια να αγοράσουν τον ίδιο αριθμό προϊόντων με τα ίδια χρήματα όπως παλαιότερα. Ο επικεφαλής της έρευνας Γκρίσα Μπράουερ-Ραμπίνοβιτς δηλώνει στην DW: «Πρόκειται πραγματικά για έναν βαθιά ριζωμένο φόβο στη Γερμανία. Στα 33 χρόνια από την πρώτη έρευνα, ο φόβος της αύξησης του κόστους ζωής κατατάσσεται τις περισσότερες φορές στην κορυφή της κατάταξης, συνολικά 14 φορές. Μόλις οι τιμές αυξηθούν, αυτός ο φόβος επανέρχεται», υπογραμμίζει ο επικεφαλής της έρευνας.
Σε γενικές γραμμές πάντως η διάθεση των Γερμανών έχει βελτιωθεί το 2024, με τη μέση τιμή όλων των μετρούμενων φόβων να μειώνεται κατά 3%. Ο φόβος για την αύξηση του κόστους διαβίωσης μειώθηκε μάλιστα κατά 8% σε σχέση με το 2023 στο αντιπροσωπευτικό δείγμα των 2.400 ερωτηθέντων. Πρόκειται για θετικό μήνυμα, το οποίο εξέπληξε τους συντάκτες της έρευνας.
Θα καταφέρει το κράτος να διαχειριστεί τους μετανάστες;
Σε ό,τι αφορά τη μετανάστευση, δύο φόβοι καταλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις: Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η ανησυχία για ένα κράτος, το οποίο δεν είναι πια σε θέση να διαχειριστεί πρόσφυγες και μετανάστες και στην τέταρτη θέση οι φόβοι για τις κοινωνικές εντάσεις που προκαλεί η εισροή αλλοδαπών.
Την τρίτη θέση καταλαμβάνει φέτος το κόστος στέγασης. Μολονότι το ζήτημα αυτό δεν βρίσκεται πλέον τόσο συχνά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος γερμανικών μέσων ενημέρωσης, τα υψηλά νοίκια, κυρίως στις πόλεις, απασχολούν την πλειονότητα του πληθυσμού. Ο Γκρίσα Μπράουερ-Ραμπίνοβιτς μας λέει σχετικά: «Δοκιμάστε να αναζητήσετε ένα διαμέρισμα στο Βερολίνο, τη Φρανκφούρτη, το Μόναχο ή το Ντίσελντορφ και θα δείτε που έχουν φθάσει οι τιμές». Δύο ακόμη οικονομικά ζητήματα εμφανίζονται στους 10 κορυφαίους φόβους: Η ανησυχία για αυξήσεις φόρων ή περικοπές επιδομάτων στην πέμπτη θέση και ο φόβος για επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στην όγδοη.
Μήπως οι φόβοι για τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και την μετανάστευση που επιβαρύνει υπερβολικά το γερμανικό δημόσιο τροφοδοτείται από τα μέσα ενημέρωσης; Ο Μπράουερ-Ραμπίνοβιτς δηλώνει: «Φυσικά, τα μέσα ενημέρωσης επηρεάζουν τους ανθρώπους με την εκτενή κάλυψη τέτοιων θεμάτων. Το έχουμε διαπιστώσει επανειλημμένα κατά τη διάρκεια των 33 ετών διεξαγωγής της έρευνας. Την ίδια στιγμή όμως οι άνθρωποι αντιδρούν άμεσα και σε συγκεκριμένα γεγονότα, όπως οι αυξήσεις των τιμών και οι τρομοκρατικές επιθέσεις».
Η ανικανότητα των πολιτικών
Προφανώς για αυτό το λόγο εντάθηκε σε σχέση με πέρυσι ο φόβος της τρομοκρατίας και του πολιτικού εξτρεμισμού. Οι Γερμανοί δηλώνουν ότι φοβούνται ιδιαίτερα την ισλαμιστική τρομοκρατία, ενώ ακολουθεί ο ακροδεξιός εξτρεμισμός. Σε αντίθεση ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι υπερχειλίσεις ποταμών και οι πλημμύρες, αντικατοπτρίζονται ελάχιστα στη φετινή έκθεση.
Την έρευνα της ασφαλιστικής εταιρίας R+V θα έπρεπε να διαβάσουν προσεκτικοί και οι γερμανοί πολιτικοί, μιας και καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση στην κατάταξη. Στην 6η θέση βρίσκεται ο φόβος ότι οι εκπρόσωποι του λαού δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Κατά την εκτίμηση των συντακτών της έρευνας πρόκειται για ένα καταστροφικό αποτέλεσμα: «Ένας στους δύο ερωτηθέντες πιστεύει ότι οι πολιτικοί δεν είναι πλέον σε θέση να λύσουν τα προβλήματά τους και ότι τα προβλήματα τούς ξεπερνούν. Είναι πραγματικά ανησυχητικό», καταλήγει ο Γκρίσα Μπράουερ-Ραμπίνοβιτς.
Πηγή: DW
Επιμέλεια: Στέφανος Γεωργακόπουλος