Οι ευρωπαϊκές δαπάνες για επαγγελματικά ταξίδια προβλέπεται να φτάσουν τα 391 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος, κάτι, που αν επιβεβαιωθεί, θα σημάνει αύξηση 10% σε σχέση με το 2023, σύμφωνα με την Παγκόσμια Ένωση Επιχειρηματικών Ταξιδιών (GΒΤΑ).
Η Ευρώπη εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει το 26,4% των συνολικών παγκόσμιων δαπανών για επαγγελματικά ταξίδια ύψους 1,48 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2024.
Ωστόσο, το μερίδιο της Ευρώπης στα παγκόσμια επαγγελματικά ταξίδια παραμένει ελαφρώς χαμηλότερο από τα προ του Covid επίπεδα, καθώς οικονομικοί παράγοντες και η παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα συνεχίζουν να επηρεάζουν τον κλάδο.
Τα καταλύματα παραμένουν η μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών για τα επαγγελματικά ταξίδια των Ευρωπαίων επιχειρηματιών, ακολουθούμενα από τα τρόφιμα και ποτά και τα αεροπορικά ταξίδια, σύμφωνα με την έρευνα.
Η έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι οι ευρωπαίοι επαγγελματίες ταξιδιώτες δίνουν ολοένα και περισσότερο προτεραιότητα στη βιωσιμότητα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι επιλέγουν πάντα πιο βιώσιμες ταξιδιωτικές πρακτικές.
Σχεδόν το ένα τέταρτο των Ευρωπαίων ταξιδιωτών για επαγγελματικούς λόγους (23%) λέει ότι ταξιδεύει «πιο συχνά» σήμερα από ό,τι πριν από πέντε χρόνια.
Αντίθετα, ένας στους πέντε (22%) λέει ότι ταξιδεύει για δουλειά λιγότερο συχνά τώρα.
Παγκοσμίως, ένας μεγαλύτερος αριθμός επαγγελματιών ταξιδεύει σήμερα για δουλειά «πιο συχνά» (28%) παρά «λιγότερο συχνά (20%).
Μια ακόμη διαπίστωση της μελέτης είναι ότι το 45% των ταξιδιωτών κάνουν κράτηση αεροπορικών εισιτηρίων μέσω ενός καναλιού λιανικής, όπως τα διαδικτυακά ταξιδιωτικά γραφεία (OTAs), αντί των διαχειριζόμενων εταιρικών καναλιών (31%). Το ίδιο συμβαίνει για το 41% των κρατήσεων σε ξενοδοχεία.
Οι ευρωπαϊκές δαπάνες για επαγγελματικά ταξίδια αναμένεται να αυξηθούν ταχύτερα από τις περισσότερες παγκόσμιες περιοχές τα επόμενα πέντε χρόνια, αλλά πιο αργά από την Ασία-Ειρηνικό και αναμένεται να φτάσουν τα 517,2 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2028.
Η Ευρώπη αναμένεται να αντιπροσωπεύει το 25,8% των αναμενόμενων παγκόσμιων δαπανών για επαγγελματικά ταξίδια ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2028.