Σημάδια αποκλιμάκωσης εμφανίζει ο πληθωρισμός στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Αναλυτικά, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ισπανία μειώθηκε τον Σεπτέμβριο, κατά οκτώ δέκατα της ποσοστιαίας μονάδας, στο 1,5%, σε σύγκριση με τον Αύγουστο τ.ε. σημειώνοντας έτσι το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών (από τον Μάρτιο του 2021) και καταγράφοντας πτώση για τέσσερις διαδοχικούς μήνες σε ετήσια βάση σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής (INE). Οικονομικοί αναλυτές εξηγούν ότι εν λόγω πτώση, η οποία στην πραγματικότητα είναι ακόμη μεγαλύτερη από τις αρχικές προβλέψεις, οφείλεται κυρίως στα φθηνότερα καύσιμα και στη σταθεροποίηση του κόστους στην αλυσίδα παραγωγής τροφίμων. Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τα φρέσκα τρόφιμα και την ενέργεια, μειώθηκε κατά τρία δέκατα της ποσοστιαίας μονάδας, στο 2,4%.
Εξαιρώντας τις πιο ευμετάβλητες συνιστώσες (όπως τα νωπά τρόφιμα και η ενέργεια) ο πυρήνας του πληθωρισμού αντανακλά καλύτερα τις διαρθρωτικές πιέσεις της οικονομίας και εν προκειμένω ο τομέας των υπηρεσιών παρουσιάζεται ως η κύρια κινητήρια δύναμη πληθωριστικής πίεσης. Η άφιξη εκατομμυρίων τουριστών στη χώρα έχει δημιουργήσει αύξηση της ζήτησης σε τομείς όπως η εστίαση, η διαμονή και οι μεταφορές, αυξάνοντας έτσι τις τιμές τους μέχρι στιγμής για το 2024. Μόνο τον Αύγουστο, οι πτήσεις εσωτερικού ανέκαμψαν κατά 21% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ τα εγχώρια τουριστικά πακέτα αυξήθηκαν κατά 12% και οι θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, κυρίως κρουαζιερόπλοιων, ανατιμήθηκαν κατά 14%. Η εν λόγω απόδοση των υπηρεσιών, ειδικά σε μια οικονομία τόσο εξαρτημένη από αυτές όσο αυτή της Ισπανίας, συνέβαλε στη διατήρηση της πτωτικής αντίστασης του πυρήνα του πληθωρισμού. Οι αναλυτές πιστεύουν ότι ο τομέας είναι πιθανό να συνεχίσει να αποτελεί σημαντικό πληθωριστικό παράγοντα, παρά το γεγονός ότι η καλοκαιρινή περίοδος έχει παρέλθει. Στην πραγματικότητα, στις τελευταίες προβλέψεις της, η Τράπεζα της Ισπανίας υπολόγισε ότι ο δομικός πληθωρισμός θα κλείσει το έτος στο 2,8% και στη συνέχεια θα μειωθεί στο 2,2% το 2025.
Στη Γαλλία, ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε τον Σεπτέμβριο έχοντας ρυθμό 1,2% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα προσωρινά δεδομένα που δημοσίευσε πρόσφατα το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικών και Οικονομικών Μελετών. Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 1,8% σε ετήσια βάση τον περασμένο Αύγουστο. Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία, ο πληθωρισμός πλέον ανέρχεται στο 1,2%, εάν ληφθούν υπόψη τα εναρμονισμένα δεδομένα που επιτρέπουν σύγκριση με τα στοιχεία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η μείωση αυτή του πληθωρισμού εξηγείται καταρχήν από την υποχώρηση των ενεργειακών τιμών και ιδιαίτερα στα πετρελαϊκά προϊόντα. Οι τιμές των υπηρεσιών επιβραδύνθηκαν, επίσης, ενώ οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων μειώθηκαν, αν και σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Αντίθετα, οι τιμές των προϊόντων διατροφής αυξήθηκαν στον ίδιο ρυθμό που είχε παρατηρηθεί και τους προηγούμενους μήνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τιμές καταναλωτή μειώθηκαν κατά 1,2% τον Σεπτέμβριο μετά από μία αύξηση 0,5% που κατεγράφη τον Αύγουστο.
Στην Ιταλία, τον Αύγουστο του 2023 σημειώθηκε επιβράδυνση του ρυθμού πληθωρισμού, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης σε ετήσια βάση των τιμών των μη ρυθμιζόμενων ενεργειακών προϊόντων (από +7% σε +5,7%), των υπηρεσιών αναψυχής, πολιτισμού και προσωπικής φροντίδας (από +6,6% σε +5,9%), των μη επεξεργασμένων τροφίμων (από +10,4% σε +9,2%), Υπηρεσίες που σχετίζονται με τις μεταφορές (από +2,4% σε +1,2%), τα διαρκή αγαθά (από +5,4% σε +4,6%) και, σε μικρότερο βαθμό, τα επεξεργασμένα τρόφιμα (από +10,5% σε +10,1%). Οι επιδράσεις αυτές αντισταθμίστηκαν μόνο εν μέρει από τη συγκρατημένη επιτάχυνση των τιμών των Υπηρεσιών που σχετίζονται με τη στέγαση (από +3,6% σε +4%) και τη χαλάρωση της μείωσης των Ρυθμιζόμενων ενεργειακών προϊόντων (από -30,3% σε -29%).
Σε γενικές γραμμές, η συνολική εικόνα δείχνει μια ελαφρά επιβράδυνση του πληθωρισμού τον Αύγουστο η οποία αποδίδεται κυρίως στη μείωση των τιμών των μη ρυθμιζόμενων ενεργειακών προϊόντων και των μη επεξεργασμένων τροφίμων. Ωστόσο, οι αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών που σχετίζονται με τη στέγαση εξακολουθούν να επιβαρύνουν τα νοικοκυριά, γεγονός που δημιουργεί πολύπλευρες επιπτώσεις στην οικονομία και τις επιχειρήσεις.
(*) Οι πληροφορίες προέρχονται από τα Γραφεία Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στη Μαδρίτη, στο Παρίσι και στο Μιλάνο.