Γερμανοί αναλυτές έχουν εντείνει τις προσπάθειες να εξετάσουν τις διαφαινόμενες πτυχές της τρέχουσας κατάστασης, τη στιγμή που Ρωσία και Ουκρανία συνεχίζουν να προμηθευτούν το παγκόσμιο εμπόριο με το 30% συρταριού και κριθαριού, περισσότερο από το 50% ηλιέλαιου και σχεδόν το 20% καλαμποκιού. Και ενώ οι παράγοντες που προλειαίνουν το ενδεχόμενο εμφάνισης επισιτιστικής κρίσης ακόμα και στην Ευρώπη ενισχύεται καθημερινά λόγω των εμποδίων που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οι ουκρανικές εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και η εφοδιαστική αλυσίδα.
Σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών κ.D. Beasley, η απόφαση της Ρωσίας να σταματήσει όλες τις εξαγωγές τροφίμων ως αντίβαρο της επιβληθείσας προς αυτή κυρώσεις, εμποδίζοντας παράλληλα τις παραδόσεις από την Ουκρανία μέσω της Μαύρης Θάλασσας, η καταστροφή γεωργικών εκτάσεων και η έλλειψη εργατών κατά τη συγκομιδή στην Ουκρανία, η απόφαση ορισμένων χωρών για αποθεματοποίηση της παραγωγής τους, όπως η Ινδία, αλλά και εκφρασμένη φόβοι από μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ ότι μία παρατεταμένη ξηρασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτυχία των καλλιεργειών, αναμένεται να κλιμακώσουν περαιτέρω την παγκόσμια επισιτιστική κρίση, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα σε επισιτιστικά ευάλωτες χώρες της ανατολικής Αφρικής, Μέσης Ανατολής και Ασίας, όπου η κατάσταση είναι η εξαιρετικά τεταμένη, λόγω της έντονης ξηρασίας.
Με το ράλι τιμών στις διεθνείς τιμές εμπορευμάτων (το παγκόσμιο κόστος τροφίμων αυξήθηκε τον Απρίλιο κατά 34% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών) να πιέζει το γερμανικό μέσο μηνιαίο εισόδημα, η Γερμανίδα υπουργός για την οικονομική συνεργασία και ανάπτυξη κα S. Schulze, επισημάνει προσφάτως κατά τη σύνοδο των Υπουργών Ανάπτυξης της G7, ότι ο Ρώσος πρόεδρος χρησιμοποιεί την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια ως «σιωπηλό όπλο», ενώ έκανε λόγο για τη χειρότερη κρίση των τελευταίων δεκαετιών, εφόσον δεν δοθεί άμεσα λύση στο αναδυόμενο πρόβλημα του μπλοκαρίσματος 25 εκατ. τόνων σιτηρών στην Ουκρανία.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για τη Γεωργική Πολιτική στο Γερμανικό Υπουργείο Γεωργίας και Διατροφής, κ. A. Spiller, η Γερμανία δεν χρειάζεται να ανησυχεί επί του παρόντος από μία συμφόρηση στον εφοδιασμό της, ενώ το πρόβλημα παραμένει για χώρες που δεν θα αντέξουν οικονομικά να προμηθευτούν τρόφιμα εξαιτίας της παγκόσμιας αύξησης τιμών.
Για τον λόγο αυτό, σύσταση του διακεκριμένου επιστήμονα και ειδικού είναι ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, αφού το ντόμινο αναταραχών θα αποτελέσει σύντομα παγκόσμια απειλή.
Για το σκοπό αυτό, ο ΟΗΕ σύστησε στα κράτη-μέλη να αναζητήσουν μακροπρόθεσμα διαφοροποίηση των προμηθευτών τους, στοιχείο που επί του παρόντος λόγω της εκτόξευσης των διεθνών τιμών δεν είναι εύκολο, ενώ παράλληλα κάλεσε χώρες παραγωγούς να παράσχουν οικονομική στήριξη μέσω της συμμετοχής τους σε παγκόσμια προγράμματα διατροφής και να διατηρήσουν τις αγορές τους ανοιχτές προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος συσσώρευσης τροφίμων και περαιτέρω κερδοσκοπίας τιμών.
Στο πλαίσιο αυτό η ο Γερμανός Υπουργός Διατροφής και Γεωργίας κ. C. Özdemir, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι η συνεισφορά της Γερμανίας θα αυξηθεί κατά 200 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, ειδικοί στη Γερμανία επισημαίνουν ότι η μεγαλύτερη βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες κυρίως χώρες, είναι σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η στήριξη των τοπικών μικροκαλλιεργητών μέσω της εκπαίδευσης της πρόσβασης τους φθηνές πιστώσεις και σε λιπάσματα. Αυτό μακροπρόθεσμα θα μείωνε την εξάρτηση των χωρών από τις εισαγωγές σιταριού από τη Ρωσία, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό.
Πάντως, ενδιαφέρον παρουσιάζουν συστάσεις Γερμανών εμπειρογνωμόνων για ανάληψη πολιτικών δράσεων με βραχυχρόνιο ορίζοντα υλοποίησης, όπως η προτεραιότητα στις βιώσιμες καλλιέργειες μέσω της απελευθέρωσης της γης που είναι σε αγρανάπαυση, με στόχο την αύξηση των διαθέσιμων καλλιεργειών, αξιοποίηση μέρους των γεωργικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται διαχρονικά ως βιοκαύσιμα για την παραγωγή ενέργειας και παράλληλα η μέριμνα για εκτροπή μέρους της συγκομιδής τροφίμων προς τις ζωοτροφές, καθώς και ευαισθητοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για δραστική μείωση της σπατάλης τροφίμων και των σχετικών αποβλήτων των νοικοκυριών.
(*) Οι πληροφορίες προέρχονται από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Βερολίνο.