Πριν από 25 χρόνια τα κράτη-μέλη της ΕΕ καθιέρωσαν με επιτυχία το ευρώ, ανεβάζοντας το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε «ανώτερο» επίπεδο. Δεν λείπουν όμως και εκείνοι που μεμψιμοιρούν. Διαβάστε το θέμα του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων dpa, που επιμελήθηκε ο Γιάννης Παπαδημητρίου στην Deutsche Welle...
«Το ενιαίο νόμισμα φέρνει την Ευρώπη πιο κοντά, αποτελεί σύμβολο για τα κοινά ιδανικά μας, αλλά και για τη σταθερότητα που όλοι επιθυμούμε» έλεγε τον περασμένο Μάιο η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Δεν είναι μικρό πράγμα ένα κοινό νόμισμα για 350 εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες σε 20 χώρες. Σε μία προσπάθεια να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη δημοφιλία του κοινού νομίσματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδωσε τη δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να συμμετάσχουν στον σχεδιασμό των νέων τραπεζογραμματίων του ευρώ, επιλέγοντας τα σύμβολα που οι ίδιοι θέλουν να δουν τυπωμένα σε μελλοντικά χαρτονομίσματα.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η δυσπιστία απέναντι στο ενιαίο νόμισμα αποτελεί παρελθόν. Ήδη από την πρώτη ημέρα της καθιέρωσής του, την Πρωτοχρονιά του 1999, πολλοί Γερμανοί το αντιμετώπιζαν με αρνητική διάθεση, παραφράζοντας ειρωνικά το «euro» σε «teuro». Το λογοπαίγνιο παραπέμπει στη λέξη «teuer», που σημαίνει «ακριβός». Ακόμη και σήμερα δεν έχει εκλείψει η αίσθηση ότι το ενιαίο νόμισμα ενισχύει τον πληθωρισμό. Ιδιαίτερα όμως τα τελευταία χρόνια, μετά τη ραγδαία άνοδο τιμών ελέω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, πολλοί άρχισαν να αναπολούν το ισχυρό μάρκο. Η άνοδος εθνολαϊκιστικών κινημάτων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ενισχύει και τη νοσταλγική ανάμνηση των πάλαι ποτέ κραταιών εθνικών νομισμάτων.
Δύσκολη αρχή για το ευρώ
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο εξαρχής, καθώς η νομισματική πολιτική μπορεί να ενοποιήθηκε υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, αλλά η οικονομική και η δημοσιονομική πολιτική παρέμειναν εθνική αρμοδιότητα. «Ήταν πολλές οι ενστάσεις που συνόδευαν την καθιέρωση του ευρώ», λέει σήμερα στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων (dpa) ο Ότμαρ Ίσινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ την εποχή εκείνη. Ακόμη και ο ίδιος διατηρούσε σοβαρές επιφυλάξεις για το αν οι Ευρωπαίοι αποδεικνύονταν «ώριμοι» για ένα ενιαίο νόμισμα. «Θεωρούσα ότι θα ήταν ένα ιδιαίτερα τολμηρό εγχείρημα να ξεκινήσουμε από το 1999, με τόσες πολλές χώρες», επισημαίνει. Τελικά την 1η Ιανουαρίου του 1999 τα 11 από τα 15 κράτη-μέλη της τότε ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Φινλανδία, Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) υιοθέτησαν το ευρώ, αρχικά ως λογιστικό χρήμα και στη συνέχεια ως μέσο πληρωμών και αποθεματικό νόμισμα.
«Για εμάς τους Γερμανούς, αλλά και για όλους τους Ευρωπαίους η υλοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης ήταν η πιο σημαντική απόφαση που ελήφθη από την εποχή της Επανένωσης της Γερμανίας» έλεγε τον Απρίλιο του 1998 στη Βουλή ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ. «Πιστεύω μάλιστα ότι ήταν μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις που ελήφθησαν στον αιώνα που διανύουμε».
Τα πλεονεκτήματα του ενιαίου νομίσματος
Φαίνεται ότι πολλοί συμμερίζονται πλέον αυτή την άποψη. Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου τον Οκτώβριο του 2023, το 79% των ερωτηθέντων στα 20 κράτη-μέλη της ευρωζώνης εκτιμά ότι το ευρώ «είναι θετικό για την ΕΕ». Η μεγαλύτερη υποστήριξη για το ενιαίο νόμισμα καταγράφεται στη Σλοβακία (90%), η μικρότερη στη Λετονία (70%), αλλά και στην Ιταλία και την Κύπρο (72%). Στη Γερμανία το ποσοστό αποδοχής φτάνει πλέον το 80% (αυξημένο κατά 6% σε σύγκριση με το 2022).
Τα πλεονεκτήματα του κοινού νομίσματος είναι προφανή, τουλάχιστον για τους υποστηρικτές του: Όποιος ταξιδεύει εντός της ευρωζώνης, δεν χρειάζεται πλέον να αλλάζει συνάλλαγμα, πληρώνοντας προμήθειες. Οι αγορές στο εξωτερικό γίνονται πιο απλές, όπως και οι συγκρίσεις τιμών, κάτι που ενισχύει τον ανταγωνισμό προς όφελος του καταναλωτή.
Αλλά και οι επιχειρήσεις εξοικονομούν χρήματα, καθώς εκλείπει πλέον το κόστος για την αγορά αγαθών σε ξένο νόμισμα και την ασφάλιση απέναντι σε κινδύνους διακυμάνσεων μεταξύ των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι ισοτιμίες έχουν καθοριστεί οριστικά και αμετάκλητα. Στην περίπτωση της Γερμανίας, για παράδειγμα, ένα ευρώ ισούται με 1,95583 μάρκα. Συν τοις άλλοις η Γερμανία, χώρα με παραδοσιακά υψηλές εξαγωγικές επιδόσεις, επωφελείται όσο καμία άλλη από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, στην οποία κατευθύνεται το 40% των γερμανικών εξαγωγών.
Άτυπη ισοτιμία 1:1;
Ωστόσο πολλοί Γερμανοί καταναλωτές παραμένουν δύσπιστοι. Έχουν την αίσθηση ότι, παρά την επίσημη ισοτιμία του 1:2, η μετατροπή των μάρκων σε ευρώ έγινε κατά έναν τρόπο που προσομοιάζει περισσότερο σε μία άτυπη ισοτιμία 1:1. Με απλά λόγια, λένε, κάποιοι επιτήδειοι βρήκαν την ευκαιρία να αυξήσουν απότομα τις τιμές. Παρόμοιες ενστάσεις διατυπώθηκαν και σε άλλες χώρες, για παράδειγμα στην Κροατία μετά την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος τον Ιανουάριο του 2023.
Η ΕΚΤ αντιτείνει ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, στα 25 χρόνια του ευρώ η σταθερότητα του νομίσματος ήταν πιο εμφανής από την 50ετία του γερμανικού μάρκου. Όπως τόνισε η επικεφαλής της ΕΚΤ σε συνέντευξή της τον περασμένο Μάιο «στα προηγούμενα 25 χρόνια ο πληθωρισμός καταγράφεται στο 2,05% ετησίως», ενώ στην περίοδο του γερμανικού μάρκου κυμαινόταν στο 2,8% κατά μέσο όρο. Προς τι λοιπόν οι διαμαρτυρίες;
Ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φόλκερ Ίσινγκ θεωρεί ότι ενίοτε οι καταναλωτές βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα, καθώς εγκλωβίζονται στους ρυθμούς της καθημερινότητας. «Τους εξοργίζει για παράδειγμα να πληρώνουν όλο και περισσότερα για το Οκτόμπερφεστ, τη Γιορτή της Μπύρας στο Μόναχο», λέει. «Ξεχνούν όμως ότι ακόμη και την εποχή του γερμανικού μάρκου, οι τιμές ανέβαιναν κάθε χρόνο…»