Αν και η καταμέτρηση των ψήφων δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, προς ώρας όλα δείχνουν πως ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιστρέψει στον Λευκό Οίκο για μία δεύτερη θητεία ως πρόεδρος των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα φαίνεται να επικρατεί τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στη Γερουσία – κάτι που θα σήμαινε πως ο Τραμπ θα είναι σε θέση να κυβερνήσει ανενόχλητος.
«Ο Τραμπ φαίνεται πως κερδίζει και τη λαϊκή ψήφο, […] γεγονός που αποδεικνύει πως η νίκη του Τραμπ αυτήν τη φορά δεν έγινε ούτε "κατά λάθος”, ούτε και πρόκειται για κάποιου είδους "γκάφα”, όπως είχε θεωρηθεί η οριακή νίκη του το 2016», παρατηρεί η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt. «Οκτώ χρόνια αργότερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Οι ΗΠΑ αποφάσισαν συνειδητά υπέρ του Τραμπ – και αυτό με πολύ πιο εμφατικό τρόπο, απ’ όσο υπολόγιζαν οι Δημοκρατικοί. Και η Ευρώπη πρέπει επίσης να αποδεχτεί πως ένα σημαντικό μέρος των Αμερικανών δεν θεωρεί τρελή τη ρητορική και τις θέσεις του Τραμπ για παράδειγμα στο μεταναστευτικό ή στην οικονομία».
Μετά την καταστροφική – για τους Δημοκρατικούς – εκλογική αναμέτρηση του 2016 «οι υπεύθυνοι για την ήττα βρέθηκαν άμεσα: η Χίλαρι Κλίντον ήταν πολύ της ελίτ, η εκλογική συμμετοχή ήταν μικρή. […] Ποιος φταίει όμως αυτήν τη φορά; Σίγουρα δεν ήταν θέμα η κινητοποίηση: Φέτος μπορούσε κανείς να ψηφίσει ευκολότερα από ποτέ άλλοτε. […] Οι Δημοκρατικοί αναδιοργάνωσαν απολύτως την εκστρατεία τους με νέο πρόσωπο την Κάμαλα Χάρις, ελπίζοντας σε ένα κύμα ευφορίας και ενθουσιασμού, το οποίο θα έπρεπε να είναι αρκετό για να κερδίσουν τον Τραμπ. Είχαν στο πλευρό τους την Τέιλορ Σουίφτ, τη Μπιγιονσέ, τη Μισέλ Ομπάμα. Συγκέντρωσαν σαφώς περισσότερα χρήματα σε χορηγίες από τον Τραμπ. Κέρδισαν την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των γυναικών, οι οποίες παραδοσιακά πηγαίνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό στις κάλπες από τους άντρες.
Ο Τραμπ ωστόσο αποδεικνύεται υπερβολικά ισχυρός. Οι πρώτες αναλύσεις εκτιμούν πως ο Τραμπ κέρδισε τη συντριπτική πλειοψηφία σε κοινωνικές ομάδες όπως οι Λατίνοι και οι νεαροί άντρες. Εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των αναλυτών, θα πρόκειται για την πιο ποικιλόμορφη "συμμαχία” εκλογικών ομάδων που είχε ποτέ στο πλευρό του ένας δεξιός λαϊκιστής», επισημαίνει η Handelsblatt.
Tagesspiegel: Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου
«Η διαφαινόμενη νίκη του Τραμπ φέρνει μία σειρά από προκλήσεις για την υφήλιο, αυτό είναι βέβαιο. Ωστόσο δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου», σχολιάζει από την πλευρά της η Tagesspiegel.
«Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν ένα λειτουργικό σύστημα θεσμικών αντιβάρων. […] Και ούτως ή άλλως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη δημοκρατική απόφαση των Αμερικανών. Δεν πρέπει να παραλύσουμε από τον φόβο. Εξάλλου είναι προτιμότερο για την Ευρώπη να επικεντρωθεί στις δικές της δυνάμεις, αλλά και στο πώς θα παραμείνει ενωμένη.
[…] Η επιτυχία του Τραμπ προσφέρει δε ορισμένα σημαντικά διδάγματα και στη γερμανική πολιτική, στα κόμματα του κέντρου. Ο Τραμπ κατάφερε να "αγγίξει” τους υποστηρικτές του σε συναισθηματικό επίπεδο, με την οργή του και την υπόσχεση για αλλαγή. Να τους δώσει την αίσθηση πως λαμβάνει σοβαρά υπόψιν την αγανάκτησή τους για τις πολιτικές αποφάσεις και διαδικασίες. Αυτή ακριβώς η συνθήκη εξηγεί και την επιτυχία της AfD και της Συμμαχίας της Σάρα Βάγκενκνεχτ – όπως και τη σταδιακή παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας», γράφει το γερμανικό μέσο.
Ο Τραμπ ήταν αυτός που «άκουσε» τον αμερικανικό λαό
Σε παρόμοιους λόγους αποδίδει τη νίκη του Τραμπ και η WELT: «Με το μοναδικό του ένστικτο ο Τραμπ αντιλήφθηκε ποια είναι τα ζητήματα που απασχολούν την πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών. Πως το κόστος διαβίωσης είναι πολύ υψηλό. Πως έρχονται υπερβολικά πολλοί άνθρωποι στη χώρα χωρίς ελέγχους. Πως υπάρχουν πολλοί πόλεμοι, όπου η ισχυρή Αμερική, εν αντιθέσει με άλλες εποχές του παρελθόντος, δεν μπορεί να επηρεάσει ούτε την εξέλιξή τους ούτε τους κύριους παίκτες των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Πως οι Δημοκρατικοί σπατάλησαν δισεκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα των φορολογούμενων σε πράσινες τεχνολογίες, αντί να αξιοποιήσουν τους πόρους των ΗΠΑ μέσω του fracking και των γεωτρήσεων πετρελαίου».
Κατά τη WELT «το καθοριστικό ήταν πως οι Αμερικανοί πολίτες θεωρούν πως επί Τραμπ η ζωή τους ήταν καλύτερη σε σύγκριση με τα τελευταία τέσσερα χρόνια που κυβερνούσαν τη χώρα ο Τζο Μπάιντεν και η Κάμαλα Χάρις – η οποία ήταν μία αδύναμη υποψηφιότητα, κανείς δεν χρειάζεται να αμφιβάλλει επ’ αυτού πλέον. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.
Τις εκλογές αυτές τις έχασε η Χάρις, αλλά πρωτίστως τις κέρδισε ο Τραμπ».