Ο εμπλουτισμός και η διεύρυνση της οπτικής βάσει της οποίας αντιμετωπίζεται ο τουρισμός (κλαδικές διασυνδέσεις, προσανατολισμός στη ζήτηση σε διεθνές επίπεδο) μπορεί να αποτελέσουν παράλληλους στρατηγικούς στόχους με τον στόχο για αύξηση και διατήρηση σε υψηλό επίπεδο των αφίξεων, τονίζεται στη μελέτη «Τουρισμός και ανάπτυξη: Βασικά μεγέθη, κλαδικές διασυνδέσεις, αγροτροφικό σύστημα», που έδωσαν στη δημοσιότητα η ΓΣΕΕ, η Ομοσπονδία Εργαζομένων στον Τουρισμό – Επισιτισμό και το Ινστιτούτο Εργασίας της Συνομοσπονδίας.
Είναι προφανές ότι πρόκειται για στόχους αυξημένης δυσκολίας, επισημαίνεται στη μελέτη, συγχρόνως όμως και για αποδοτικότερους στόχους. Πρόκειται για ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης, καθώς προϋποθέτει ποιοτική αναβάθμιση, διαφοροποίηση, ποσοτική διεύρυνση και γεωγραφική επέκταση της προσφοράς, και ασφαλώς πολιτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες αντίστοιχης εμβέλειας.
Στη μελέτη εξετάζεται η κατάσταση του τουρισμού σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, με αναφορά στον άμεσο και στον έμμεσο ρόλο του, μέσω των κλαδικών διασυνδέσεων με έμφαση στο αγροτροφικό σύστημα. Ακολούθως εξετάζεται η Περιφέρεια Κρήτης. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τη διατύπωση συμπερασμάτων και πλαισίου προτάσεων.
Στη μελέτη υπογραμμίζεται ιδιαίτερα το έλλειμα στη στατιστική παρακολούθηση και στις ολοκληρωμένες πολιτικές για τον τουρισμό και για τους κλάδους που συνδέονται με αυτόν. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται σχετικά:
"Ασφαλώς ο τουρισμός αποτελείται από ένα εξαιρετικά μεγάλο σύνολο αλληλεξαρτώμενων οικονομικών δραστηριοτήτων και συνεπώς είναι δύσκολη τόσο η καταγραφή της επίδρασής του όσο και η χάραξη και η υλοποίηση σχετικών πολιτικών. Ωστόσο, αυτές οι αντικειμενικές δυσκολίες δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν το έλλειμμα στη στατιστική παρακολούθηση και στις ολοκληρωμένες πολιτικές για τον τουρισμό και για τους κλάδους που συνδέονται με αυτόν.
Η πλειονότητα των αναλύσεων και οι πολιτικές για τον τουρισμό είναι αναντίστοιχες με την οικονομική σημασία του, καθώς κυριαρχούν οι προσεγγίσεις που υπερτονίζουν την άμεση συμβολή του έναντι της ολοκληρωμένης και ολιστικής, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την πολυδιάστατη έμμεση συμβολή του και την ένταξή του σε έναν ευρύτερο αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου θα πρέπει να αναζητηθεί όχι μόνο σε πολιτικές σκοπιμότητες, χάριν των οποίων γίνεται επικοινωνιακή διαχείριση ορισμένων θετικών εξελίξεων, αλλά και σε αδυναμίες χάραξης ολοκληρωμένης στρατηγικής ανάπτυξης για την οικονομία και ειδικότερα για τον τουρισμό, στην ελλιπή στατιστική καταγραφή των οικονομικών δραστηριοτήτων, στο έλλειμμα επιστημονικών αναλύσεων, παρά ορισμένες εξαιρέσεις, στη δύναμη της εικόνας και των εύκολα κατανοητών επιδιώξεων και επιτευγμάτων, έναντι της πραγματικότητας, που απαιτεί πολυδιάστατη οικονομική ανάλυση η οποία μπορεί και να συμπεριλαμβάνει αθέατους, μη ελκυστικούς στόχους για το ευρύ κοινό.
Οι απλοϊκές και μονομερείς προσεγγίσεις, συνεπικουρούμενες από την ευρωστία ορισμών δεικτών, διαθέτουν ισχυρή δύναμη αναπαραγωγής, η οποία καταλήγει σε βάρος της αναγκαιότητας για τη χάραξη πολιτικών με στόχο την αναβάθμιση των πολλαπλασιαστικών και ευρύτερων αναπτυξιακών δυνατοτήτων του τουρισμού.
Από την παραπάνω αναφορά σε ορισμένα οικονομικής φύσεως προβλήματα που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό τουρισμό συνάγεται ότι η, κατά τα άλλα εύλογη, ευφορία που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο λόγω της δυναμικής αύξησης των αφίξεων θα πρέπει να συνοδευτεί από συγκεκριμένες πολιτικές για τη δρομολόγηση ουσιαστικότερης συμβολής του τουρισμού στην οικονομία και την κοινωνία".
Και σε άλλο σημείο τονίζεται:
"Η απόκλιση μεταξύ αφίξεων και εισπράξεων, η συρρίκνωση της μέσης τουριστικής δαπάνης, η αδυναμία μετριασμού της ανεργίας ακόμη και στην περίοδο αιχμής, ασφαλώς αντανακλούν το έλλειμμα στη στατιστική παρακολούθηση και στον μηχανισμό είσπραξης των φόρων. Ωστόσο, συνδέονται και με την αποδυνάμωση των εγχώριων κλαδικών διασυνδέσεων ανάμεσα στον τουρισμό και τους άλλους κλάδους της οικονομίας".
Η μελέτη, που υπογράφει ο κ.Ευάγγελος Νικολαΐδης, διαπιστώνει ότι ο τουρισμός:
- αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική οικονομική δραστηριότητα για την ελληνική οικονομία,
- παρά τη σημαντική ανάπτυξή του έχει ακόμη πολλά περιθώρια ανάπτυξης,
- το άμεσο όφελος για την ελληνική οικονομία υστερεί από αυτό που εν δυνάμει μπορεί να έχει,
- το έμμεσο όφελος υστερεί σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό,
- η ελληνική οικονομία ήταν ανέτοιμη, σε όρους εισπρακτικών μηχανισμών και επιπέδου κλαδικών διασυνδέσεων, να αξιοποιήσει τα άμεσα και τα έμμεσα αποτελέσματα της θεαματικής αύξησης του αριθμού των αφίξεων των τελευταίων ετών.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις συνθέτουν ένα μείγμα θετικών αποτελεσμάτων, υψηλών προσδοκιών αλλά συγχρόνως ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων και χαμένων ευκαιριών. Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζει τον δημόσιο λόγο, όχι μόνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αλλά συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι η ασυμμετρία ανάμεσα στην προβολή ορισμένων δεικτών με θετικό πρόσημο και το έλλειμμα στην ανάδειξη των ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων και στον σχετικό προβληματισμό.