Οι ραγδαίες αλλαγές στη σύνθεση της τουριστικής αγοράς δυσχεραίνουν την ακριβή μέτρηση των τουριστικών εσόδων στην Ελλάδα, με την υποεκτίμηση να προσεγγίζει το 0,5% του ΑΕΠ για το 2024. Εν ολίγοις, η πραγματική τελική δαπάνη των τουριστών είναι πιθανό να υπερβεί κατά σχεδόν €1 δισ. την τελική επίσημη καταγραφή στο σύνολο του 2024.
Aυτό υπογραμμίζει έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, με αφορμή την πρώτη μηνιαία μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων τον εφετινό Ιούλιο, για πρώτη φορά μετά το Μάρτιο του 2021.
Αναλυτικά η έκθεση:
Οι σημαντικές αλλαγές στη δομή της τουριστικής ζήτησης διεθνώς τα τελευταία χρόνια καθιστούν δυσκολότερη την εκτίμηση της συνολικής συνεισφοράς του εισερχόμενου τουρισμού στην οικονομική δραστηριότητα, ειδικά όσον αφορά τη μέτρηση των τουριστικών εσόδων.
Αναπόφευκτα, η προσοχή επικεντρώθηκε στην πρόσφατη δημοσίευση των στοιχείων για την πορεία του ταξιδιωτικού ισοζυγίου τον Ιούλιο, στην οποία καταγράφηκε η πρώτη ετήσια μείωση (-5,4%) στα τουριστικά έσοδα από το Μάρτιο του 2021, ενώ οι αφίξεις από το εξωτερικό αυξήθηκαν κατά 4,1%. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει σημαντική μείωση στη δαπάνη ανά άφιξη η οποία δε συνάδει με άλλους σχετικούς δείκτες.
Οι αποκλίσεις μεταξύ των ρυθμών μεταβολής εισπράξεων και αφίξεων από χώρες της ευρωζώνης είναι ακόμη πιο σημαντικές και επεξηγούν το μεγαλύτερο τμήμα της αποδυνάμωσης του Ιουλίου (+5,7% ετησίως στις αφίξεις από την ευρωζώνη τον Ιούλιο έναντι -8,3% ετησίως στις εισπράξεις).
Η ετήσια συρρίκνωση των εσόδων τον Ιούλιο καθίσταται ακόμη πιο αξιοσημείωτη αν λάβουμε υπόψιν τις αυξήσεις:
Τα στοιχεία των εισπράξεων – που προκύπτουν από την ταξιδιωτική έρευνα συνόρων (border survey) που αποτελεί και τη βασική μέθοδο διεθνώς για την προσέγγιση των τουριστικών δαπανών – φαίνεται, σύμφωνα με την ανάλυση, να τείνουν να υποεκτιμούν τα πραγματικά τουριστικά έσοδα.
Οι εν λόγω αποκλίσεις αποδίδονται κυρίως:
• Σε αναπόφευκτες στρεβλώσεις στη δειγματοληψία (sampling bias), λόγω των σημαντικών μεταβολών που έχουν συντελεστεί στη φύση της τουριστικής δαπάνης και στην αντιπροσωπευτικότητα της συμμετοχής στην έρευνα συνόρων διαφορετικών κατηγοριών επισκεπτών στη χώρα μας με διαφορετικό μείγμα δαπανών και διαφορετικό ποσοστό απόκρισης/συμμετοχής σε έρευνες συνόρων (λ.χ.
αφίξεις σε πολυτελή καταλύματα, αλλοδαποί ιδιοκτήτες ακινήτων).
• Στη δυσκολία καταγραφής των πιο ετερογενών δαπανών, η οποία επιτείνεται από το πολύ υψηλό ποσοστό των αφίξεων που σημειώνονται μέσα σε λίγους μόνο μήνες κάθε έτος – σε αντίθεση με άλλες χώρες της ΕΕ – με το 76,6% των διανυκτερεύσεων να λαμβάνει χώρα μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου, θέτοντας πρόσθετες προκλήσεις για ορθή και περιεκτική αποτύπωση των σχετικών ροών.
• Στις αυξανόμενες εισπράξεις από τουρίστες υψηλού εισοδήματος που διαμένουν σε ενοικιαζόμενες κατοικίες ή ξενοδοχεία πολυτελείας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλότερη και αρκετά πιο διαφοροποιημένη μέση δαπάνη από το μ.ο. των υπόλοιπων αφίξεων, και τείνουν να μην απαντούν στις σχετικές έρευνες.
• Σε παρόμοιες προκλήσεις που προκύπτουν και από τον αυξανόμενο ρόλο των βραχυχρόνιων μισθώσεων, οι οποίες εμφανίζουν ακόμη υψηλότερη εποχικότητα (τους καλοκαιρινούς μήνες λαμβάνει χώρα το 85,7% των διανυκτερεύσεων) συνδυαζόμενη με αρκετά διαφορετική διάρθρωση δαπάνης συγκριτικά με τη συνήθη (λχ. μεγαλύτερο ποσοστό κατανάλωσης βασικών αγαθών και μη τουριστικών υπηρεσιών) καθώς και τάση υποδήλωσης των δαπανών.
• Στη δυσκολία εκτίμησης των πληρωμών προς παρόχους ταξιδιωτικών υπηρεσιών στο εξωτερικό που αφορούν ταξίδια στην Ελλάδα, καθώς και προς εταιρίες που είναι ιδιοκτήτες ξενοδοχειακών μονάδων στη χώρα, αλλά και διεθνών αεροπορικών εταιριών και πρακτορείων, που εδρεύουν στο εξωτερικό με τις σχετικές χρηματικές ροές να εξαιρούνται από τα τουριστικά έσοδα εφόσον καταβάλλονται σε επιχειρηματική οντότητα εκτός Ελλάδας.
Λαμβάνοντας υπόψιν τους ανωτέρω παράγοντες, τις εξελίξεις κατά το 7μηνο του 2024, τις σημαντικές ανατιμήσεις που έχουν καταγραφεί σε τουριστικές υπηρεσίες μέχρι και τον Αύγουστο, αλλά και τη διαφαινόμενη τάση αρνητικής απόκλισης στην καταγραφή των εσόδων τα προηγούμενα χρόνια, οι αναλυτές της τράπεζας εκτιμούν ότι η πραγματική τελική δαπάνη των τουριστών είναι πιθανό να υπερβεί κατά σχεδόν €1 δισ. την τελική επίσημη καταγραφή στο σύνολο του 2024, βάσει της τρέχουσας μεθοδολογίας, με το μεγαλύτερο τμήμα της εκτιμώμενης απόκλισης να επηρεάζει το διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου.
Η εν λόγω απόκλιση αντιστοιχεί στο 0,8% του ΑΕΠ του 3ου τρίμηνου, ενώ για το 2024 η τράπεζα εκτιμά ότι θα ανέλθει συνολικά σε σχεδόν 0,5% του ΑΕΠ διευρύνοντας αντίστοιχα το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Τα τουριστικά έσοδα αναμένεται να αυξηθούν κατά σχεδόν 3,0% ετησίως το 2024, προσεγγίζοντας το 9% του ΑΕΠ, ενώ με την
ενσωμάτωση της ανωτέρω προσαρμογής θα σημείωναν αύξηση περίπου 8% ετησίως (χωρίς προσαρμογή του 2023),
αντιστοιχώντας στο 9,5% του ΑΕΠ (νέο ιστορικό υψηλό).