Στην εποχή της οικονομικής κρίσης, το ενδιαφέρον για τον εντοπισμό των σημείων σύγκλισης των ετερόκλητων εκφάνσεων της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η υλική και η άυλη, καθώς επίσης η αγωνία για τη διατήρηση των πολιτιστικών καταλοίπων οδηγούν στην ανάγκη εύρεσης νέων οικονομικών πόρων. Προς αυτήν την κατεύθυνση αξιολογείται ως ενδιαφέρουσα η πρόταση περί επανάχρησης των καταλοίπων της οινοποιητικής βιομηχανικής δραστηριότητας και ανάπτυξης νέων δικτύων σχέσεων. Συγκεκριμένα, κτήρια της βιομηχανικής περιόδου που συνδέθηκαν με την οινοπνευματοποιεία – οινοποιεία θα μπορούσαν να καταστούν πολιτισμικές μονάδες οίνου και να αποτελούν τρόπον τινά «μουσεία του εαυτού τους».
Η επιλογή της συγκεκριμένης κατηγορίας βιομηχανικών καταλοίπων οφείλεται στο γεγονός ότι το οινικό αγαθό έχει συνδεθεί με την ιστορία του ανθρώπου και αποτελεί διαχρονικά μέρος του υλικού πολιτισμού, με τη σύγχρονη αγοραστική δύναμη και τα εμπλεκόμενα μέρη να εκδηλώνουν τρομερό ενδιαφέρον για αυτό. Άλλωστε, η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς οφείλει να στοχεύει και να επιτυγχάνει τη γεφύρωση παρελθόντος – μέλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη καίρια αναπτυξιακά ζητήματα του παρόντος, όπως τεχνικά, πολιτισμικά ή οικολογικά, προκειμένου να συμβάλει θετικά σε πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής.
Η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, λοιπόν, προτείνεται μέσω της υιοθέτησης ενός συνόλου καταλοίπων οινοποιητικών μονάδων από τις ενώσεις οινοπαραγωγών. Η κάθε ένωση οινοπαραγωγών θα αναλαμβάνει τη συντήρηση και την αποκατάσταση ενός βιομηχανικού συνόλου, το οποίο εγκαταλείφτηκε και ανήκει στην περιοχή όπου δραστηριοποιούνται τα οινοποιεία-μέλη της ένωσης. Η συνολική πρόταση συνίσταται στην ανάπτυξη ενός δικτύου οινοποιείων, οινικών διαδρομών και μνημείων -αρχαίων, νεώτερων και βιομηχανικών-, το οποίο θα είναι αξιοποιήσιμο τόσο (οινό)τουριστικά όσο και πολιτιστικά.
Σαφώς, από την προτεινόμενη εισήγηση εκπηγάζουν ζητήματα νομικής και διαχειριστικής φύσης, τα οποία είναι απότοκα της ad hoc, αλλά και της εν γένει εκμετάλλευσης-αξιοποίησης της βιομηχανικής κληρονομιάς, ενώ παράλληλα προκύπτουν οφέλη για την οικονομία, τα εμπλεκόμενα μέρη και την κοινωνία, όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση μιας περιοχής. Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι αφενός η καινούρια και ουσιαστική αξιοδότηση των βιομηχανικών καταλοίπων και αφετέρου η επιτυχημένη εγκόλπωσή τους στην τοπική κοινωνία είναι οι ενδεδειγμένες πρακτικές που θα συντελέσουν στην αναζωογόνηση του κοινωνικού σώματος και στην ενδυνάμωση της συλλογικής μνήμης.
(*) Η κυρία Πολυτίμη Κ. Αντωνιάδου είναι Αρχαιολόγος-Μουσειολόγος