Ο προορισμός είναι αυτός που φέρνει τουρίστες και αυτό που θέλουν οι τουρίστες για να επισκεφθούν έναν προορισμό είναι να υπάρχουν διαθέσιμες δραστηριότητες οι οποίες θα τους δημιουργήσουν αξέχαστες εμπειρίες.
Αυτό -κατά γενική ομολογία- είναι η νέα τάση στην παγκόσμια ταξιδιωτική αγορά, η οποία καθορίζει τη δημιουργία ταξιδιωτικών πακέτων, το marketing, τις πωλήσεις, τις κρατήσεις και γενικότερα όλο το φάσμα λειτουργίας ενός τουριστικού προορισμού.
Σε όρους marketing, ένα βασικό εργαλείο για την προώθηση ενός προορισμού που έχει ήδη φτιάξει το κατάλληλο ταξιδιωτικό πακέτο εμπειριών, είναι το λεγόμενο storytelling, δηλαδή η αφήγηση της ιστορίας που συνδέει τις εμπειρίες και οι οποίες όλες μαζί συνθέτουν το «χαρακτήρα» του ίδιου του προορισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ και χρόνια, ξένοι marketers προσπαθούν να μας πείσουν ότι ενώ σε άλλα μέρη προσπαθούν να δημιουργήσουν ιστορίες ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχουν, η Ελλάδα έχει τη μοναδική τύχη να υπάρχει μια ιστορία κυριολεκτικά κάτω από κάθε πέτρα της!
Δεν είναι λοιπόν ότι μας λείπει το «υλικό», το πρόβλημα συχνά είναι η αφήγηση της ιστορίας. Και εδώ αναλαμβάνει ο ξεναγός. Αυτός είναι ο άνθρωπος που θα με πάρει από το χέρι για να με ταξιδέψει στην ιστορία, τον πολιτισμό, την κουλτούρα του προορισμού με τρόπο που θα μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, που θα με κάνει να πιάσω τον παλμό του, να νιώσω τη φιλοσοφία ζωής των ανθρώπων του. Πρέπει να μου μιλήσει στο συναίσθημα!
Και σίγουρα θα μου κεντρίσει ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον μια ιστορία που έχει να κάνει με κάποιο ιστορικό «κουτσομπολιό», με κάτι «πικάντικο» ή κάτι που να κάνει έναν παραλληλισμό με τη σύγχρονη εποχή. Για παράδειγμα, θυμάμαι ακόμα στην αρχαία Έφεσο τις τουαλέτες που μας έδειξε ξεναγός μας, οι οποίες έμοιαζαν με τα σύγχρονα είδη υγιεινής που έχουμε στα μπάνια μας και οι οποίες μάλισταν καθαρίζονταν με τρεχούμενο νερό. Θυμάμαι μέσα από την ιστορία της Φροσύνης που είχε ερωτικές σχέσεις με τον γιο του Αλή Πασά, τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στα Ιωάννινα και οι οποίες οδήγησαν στην πτώση του Αλή Πασά, όπως μας τις περιέγραψε πολύ παραστατικά ο ιδιοκτήτης/ξεναγός του Μουσείου στο νησάκι των Ιωαννίνων. Δεν θα ξεχάσω την... «κομπίνα» που μας περιέγραψε η ξεναγός ότι είχαν στήσει οι ιερείς στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, που με εξαντλητική δίαιτα και μόνη τροφή κάποια παραισθησιογόνα βότανα, ξεγελούσαν όσους ήθελαν να έρθουν σε επαφή με τους νεκρούς τους.
Τέτοιου είδους πληροφορίες είναι που θα αποτυπωθούν στη μνήμη του επισκέπτη, είναι αυτές που θα «ντύσουν» το μύθο γύρω από τον προορισμό, έναν μύθο που θα μπορεί να τον διηγηθεί και στους φίλους του.
Αντίθετα, ο ρόλος του ξεναγού δεν είναι να μου πει πράγματα που μπορώ να διαβάσω σε έναν ταξιδιωτικό οδηγό ή στη Wikipedia. Δεν με απασχολεί να μάθω τι προϊόντα παράγει μια περιοχή αν δεν μου τα συνδέσει με τη γαστρονομία, δεν με ενδιαφέρει πότε χτίστηκε ο αρχαίος ναός της περιοχής (δεν θα το συγκρατήσω άλλωστε) αν δεν μου τον συνδέσει με την ιστορική συνέχεια του τόπου ή με κάποιο σημαίνον γεγονός που καθόρισε την εξέλιξη του τόπου.
Ο ξεναγός είναι ο αφηγητής, ο συνδετικός κρίκος μεταξύ αυτού που βλέπει ο επισκέπτης και αυτού που μπορεί να βιώσει. Όπως κάθε καλός αφηγητής, θα πρέπει να μπορεί να διηγηθεί παραστατικά την ιστορία, να την γνωρίζει σε βάθος για να μπορεί να απαντά σε τυχόν απορίες αλλά να μην κουράζει με άχρηστες λεπτομέρειες, να κεντρίζει διαρκώς το ενδιαφέρον των ακροατών του και να μπορεί να μεταφέρει το πάθος του και την αγάπη του για τον τόπο. Ίσως τελικά αυτό το σημείο, η αγάπη του για τον τόπο, να είναι και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ενός καλού storyteller και ενός απλού ξεναγού...
Φυσικά όλα αυτά δεν είναι εύκολα. Όμως ένας προορισμός που θέλει να αναδειχτεί, θα πρέπει να βρει αυτούς τους χαρισματικούς ανθρώπους που θα πουν την ιστορία του όπως πρέπει. Ο ξεναγός είναι αυτός που «πουλάει» τον προορισμό επιτόπου.