Η εποχικότητα της τουριστικής ζήτησης και η επέκταση της τουριστικής περιόδου, βρίσκονται πάντα στην κορυφή της ατζέντας του δημόσιου διαλόγου για τον τουρισμό. Όμως, οι έννοιες της εποχικότητας και της επέκτασης, ενώ σε καμία περίπτωση δεν είναι ταυτόσημες, συχνά συγχέονται.
Ο όρος «εποχικότητα» περιγράφει το φαινόμενο της χρονικής ανισοκατανομής της ζήτησης, όπως αυτή καταγράφεται σε μηνιαία βάση εντός ενός έτους/τουριστικής περιόδου. Ο όρος «επέκταση» αναφέρεται στο χρονικό διάστημα λειτουργίας ενός τουριστικού προορισμού, το οποίο εκτείνεται πέραν της συνήθους διάρκειάς του.
Εποχικότητα έχουμε, τόσο σε έναν προορισμό που λειτουργεί όλο τον χρόνο, όσο και σε έναν προορισμό που λειτουργεί μερικούς μήνες.
Η επέκταση, που πρέπει να είναι το κυρίαρχο ζητούμενο και όχι απλά η άμβλυνση της εποχικότητας, σημαίνει ότι λειτουργούμε περισσότερες μέρες/εβδομάδες/μήνες με ικανοποιητικές πληρότητες, αξιοπρεπείς τιμές και διατήρηση της απασχόλησης σε υψηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια, με συνθήκες που το «επιχειρείν» έχει νόημα και οι τουριστικοί προορισμοί έχουν πραγματικό όφελος.
Οι αναφορές που γίνονται στην επέκταση της τουριστικής περιόδου, συνήθως είναι αόριστες και σχεδόν πάντα στερούνται στοχοθέτησης. Χρειαζόμαστε λοιπόν έναν ορισμό για την επέκταση της τουριστικής περιόδου και ως τέτοιον προτείνω: «Το διάστημα εκείνο κατά το οποίο οι τουριστικές επιχειρήσεις λειτουργούν τουλάχιστον με ένα ελάχιστο κέρδος και με επίπεδο πληρότητας, τέτοιο, το οποίο να απασχολεί περισσότερους από τους μισούς εργαζόμενους της υψηλής περιόδου». Τα επίπεδα της κερδοφορίας και της απασχόλησης προσεγγίζονται κατά περίπτωση και προφανώς δεν μπορεί να υπάρξουν «τιμές» που να ισχύουν καθολικά για όλους τους προορισμούς, διότι πχ, άλλο Ρόδος και άλλο Θάσος. Για παράδειγμα, πρόσφατη έρευνά μου για τη Σαντορίνη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: για την επέκταση της περιόδου στην επόμενη πενταετία, μπορούν να τεθούν, ως διάστημα-στόχος, οι δύο (2) μήνες. Με άλλα λόγια, η Σαντορίνη να έχει μία «γεμάτη» τουριστική περίοδο οκτώ (8) μηνών, με μία προϋπόθεση: ο κύκλος εργασιών του πρώτου και του τελευταίου μήνα της τουριστικής περιόδου να είναι, κατά μέσο όρο, τουλάχιστον το 65% του κύκλου εργασιών του Αυγούστου. Εάν επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, τότε ναι, θα έχει επεκταθεί η περίοδος στη Σαντορίνη. Αν όμως αναχωρήσουν δύο (2) charters στα μέσα Νοεμβρίου και οι τουρίστες είχαν πληρώσει πακέτο σε ειδική προσφορά, αυτό, σε καμία περίπτωση, δε μπορεί να θεωρηθεί «επέκταση της περιόδου».
Συμπέρασμα: όταν αναφερόμαστε στην επέκταση της τουριστικής περιόδου, πρέπει απαραίτητα να στοχοθετούμε: τη διάρκεια (σε μέρες/βδομάδες/μήνες), το επίπεδο εσόδων του διαστήματος της επέκτασης σε σχέση με το υψηλό της περιόδου (συνήθως Αύγουστος) και, ιδανικά, και το επίπεδο απασχόλησης. Η όποια αναφορά του όρου «επέκταση τουριστικής περιόδου» (πολύ δε περισσότερο το: «πετύχαμε την επέκταση της περιόδου»), χωρίς να συνοδεύεται από στοχοθέτηση και μετρήσιμα αποτελέσματα, συνιστά επιφανειακή προσέγγιση (περάσαμε και δεν ακουμπήσαμε...) της τουριστικής πολιτικής.
Την ερχόμενη εβδομάδα, θα δούμε γιατί η έχουσα επιχειρηματικό ενδιαφέρον επέκταση της τουριστικής περιόδου είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθεί και πώς η κλιματική κρίση μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
(*) O Γιώργος Δρακόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων, πάλαι ποτέ Γενικός Διευθυντής ΣΕΤΕ και πρώην Πρόεδρος των Affiliate Members UNWTO (United Nations World Tourism Organization).
Διαβάστε επίσης
Τουριστικός προορισμός: προτεινόμενος λειτουργικός ορισμός ως βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξη