Ο όρος «φέρουσα ικανότητα τουριστικών προορισμών», παρότι αναφέρεται εδώ και πολλά χρόνια από την ακαδημαϊκή κοινότητα, εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα στον δημόσιο διάλογο για τον τουρισμό και τώρα τελευταία, χρησιμοποιείται με μεγάλη συχνότητα. Η αλήθεια είναι ότι ακούγεται πιο ωραία και λιγότερο βαρετά από την εποχικότητα και την επέκταση, συν ότι εμπεριέχει μία διάσταση επιστημονικότητας. Όμως, τόσο ο προσδιορισμός της έννοιας της φέρουσας ικανότητας, όσο και, κυρίως, η μέτρηση και ποσοτική της έκφραση, είναι δύσκολες έως πολύ δύσκολες διαδικασίες.
Τι είναι λοιπόν και πώς υπολογίζεται η «φέρουσα ικανότητα»;
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, η φέρουσα ικανότητα (ΦΙ) ενός τουριστικού προορισμού είναι: «ο μέγιστος αριθμός τουριστών που μπορεί να φιλοξενήσει ένας προορισμός, χωρίς να προκληθεί καταστροφή του φυσικού, οικονομικού και κοινωνικού-πολιτιστικού περιβάλλοντος και πτώση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και της ικανοποίησης των επισκεπτών»(1).
Οι δείκτες που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι τρεις (3): Δείκτης Τουριστικής Λειτουργίας, Δείκτης Τουριστικής Έντασης και Δείκτης Τουριστικής Πυκνότητας. Οι μεταβλητές που συνδέονται με αυτούς τους δείκτες περιλαμβάνουν το σύνολο των κλινών των πάσης φύσεως καταλυμάτων, τον μόνιμο πληθυσμό και τον αριθμό των τουριστών/επισκεπτών κάθε τουριστικού προορισμού.
Για την εκτίμηση, λοιπόν, της ΦΙ, έχουμε ως προϋπόθεση ότι οι τουριστικοί προορισμοί μιας χώρας έχουν προσδιοριστεί με σαφήνεια. Στη συνέχεια, πρέπει να υπολογίσουμε το σύνολο των κλινών στα πάσης φύσεως καταλύματα. Τις ξενοδοχειακές κλίνες τις έχουμε. Για τις υπόλοιπες, δε στοιχηματίζουμε. Ακολούθως, να υπολογίσουμε τον μόνιμο πληθυσμό του προορισμού. Εδώ συνυπολογίζονται αυτοί που διαμένουν μόνιμα στον προορισμό (και για τους οποίους κανείς δεν παίρνει όρκο ότι τους έχουν με ακρίβεια ΕΛΣΤΑΤ ή/και τοπική Δημοτική Αρχή) συν το εισαγόμενο εργατικό δυναμικό. Επίσης δε στοιχηματίζουμε. Τέλος, να υπολογίσουμε τις πραγματικές αφίξεις/διανυκτερεύσεις των τουριστών μαζί με τις ημερήσιες επισκέψεις σε κάθε επιμέρους προορισμό. Κατανοητό το μειδίαμά σας.
Φανταστείτε, λοιπόν, την ωραία ατμόσφαιρα που θα δημιουργηθεί, εάν ο κάθε Δήμος φτιάξει και έναν DMMO και επιχειρήσει να εκτιμήσει τη φέρουσα ικανότητά του. Στη μεν ηπειρωτική χώρα, δε γνωρίζουμε πού αρχίζει και πού τελειώνει ο κάθε τουριστικός προορισμός, στα δε νησιά -που θεωρητικά φαντάζει λιγότερο δύσκολο- έχουμε περιπτώσεις δύο (2) και τριών (3) Δήμων σε κάθε νησί, όπως πχ Σάμος, Κέρκυρα, Κεφαλλονιά, κλπ. “Το γλυκό δένει” με τη διαχρονική έλλειψη στοιχείων.
Ερχόμαστε τώρα στα πολύ δύσκολα: ποιος και κυρίως με ποιον τρόπο μετρά, αξιολογεί και αποφασίζει πού ξεκινά η καταστροφή του φυσικού, οικονομικού και κοινωνικού-πολιτιστικού περιβάλλοντος σε κάθε προορισμό; Αν το χωροταξικό έχει γίνει όνειρο θερινής -και κλιματικά απειλούμενης- νυκτός, τότε, για τη φέρουσα ικανότητα μάλλον θα περιμένουμε πολύ περισσότερο.
Από την άλλη μεριά, η μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας για την ΦΙ, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, για τον υπολογισμό της, δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε την ίδια φόρμουλα σε τουριστικούς προορισμούς, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Άλλο οι ηπειρωτικοί προορισμοί και άλλο οι νησιωτικοί. Άλλο η Ήπειρος, άλλο η Κρήτη. Αλλά και άλλο η Κρήτη συγκρινόμενη με τη Σαντορίνη.
Επίσης, πέρα από τα στοιχεία και μεγέθη που αφορούν στον τουρισμό, ο υπολογισμός της ΦΙ χρειάζεται και άλλα στοιχεία, όπως πχ, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, στοιχεία δόμησης, στοιχεία καταναλώσεων ηλεκτρικής ενέργειας και νερού, στοιχεία αποκομιδής και διαχείρισης απορριμμάτων, στοιχεία για τη διαχείριση λυμάτων, κυκλοφοριακές ροές και άλλα. Αν υποθέσουμε ότι γνωρίζουμε τα στοιχεία δόμησης, τα υπόλοιπα στοιχεία, όπως, κατανάλωση ενέργειας, όγκοι απορριμμάτων και οι κυκλοφοριακές φόρτοι συναρτώνται άμεσα και με τον αριθμό των τουριστών και κυρίως των διανυκτερεύσεων αυτών (που -μην ξεχνιόμαστε- δεν μπορούμε να μετρήσουμε με ακρίβεια ανά επιμέρους προορισμό). Όλα αυτά βέβαια, με την προϋπόθεση ότι έχουμε συμφωνήσει στον ορισμό, τον αριθμό και τα όρια των τουριστικών προορισμών της χώρας.
Συμπέρασμα: ο υπολογισμός της ΦΙ των τουριστικών προορισμών της χώρας μας φαντάζει ως «Mission Impossible». Σε επόμενα σημειώματα, θα γίνει αναφορά στους δείκτες που θεωρητικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας και που καταλήγουν στο να επιβεβαιώνουν το «Mission Impossible».
(1): UNWTO, 2018. “’Overtourism’? Understanding and Managing Urban Tourism Growth beyond Perceptions”.
(*) Ο Γιώργος Δρακόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων, πάλαι ποτέ Γενικός Διευθυντής ΣΕΤΕ και Πρόεδρος των Affiliate Members United Nations Tourism.
Διαβάστε επίσης
Ο υπερτουρισμός και η ανάγκη για περισσότερη βιταμίνη C
Το μοντέλο της εποχικότητας και γιατί αυτό ΔΕΝ αλλάζει
Εποχικότητα, επέκταση περιόδου και στη μέση αοριστολογία
Τουριστικός προορισμός: προτεινόμενος λειτουργικός ορισμός ως βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξη