Κάθε τουριστική οικονομία, από τη στιγμή που εισέρχεται σε φάση ωριμότητας έχει ταυτόχρονα επιτύχει τη δημιουργία συνθηκών υπερπροσφοράς, τουλάχιστον, στον κλάδο των καταλυμάτων. Μια διαχρονική ματιά στη μέση ετήσια πληρότητα των καταλυμάτων στη χώρα μας, το επιβεβαιώνει. Για τη διερεύνηση του φαινομένου περιορίζομαι στα καταλύματα, όχι μόνο διότι είναι η λιγότερο δύσκολα μετρήσιμη μεταβλητή, αλλά και διότι λειτουργεί ως πόλος έλξης επενδύσεων σε συναφείς/συμπληρωματικές κλαδικές τουριστικές δραστηριότητες.
Ως γνωστόν, μια βασική αρχή της τουριστικής μας ανάπτυξης της, είναι ότι: «όσες κλίνες και να κτίσουμε, αυτές θα γεμίσουν το καλοκαίρι». Στη φάση του σχεδιασμού δε μας απασχολεί με τι τιμές θα γεμίζουν ή/και για πόσο θα γεμίζουν. Για την εκτός του καλοκαιριού περίοδο, έχουμε πάντα το αφήγημα της επιμήκυνσης (που τώρα τελευταία τη συγχέουμε με τη μετατόπιση της περιόδου και τη κλιματική κρίση) για να συντηρείται το ενδιαφέρον. Βασικό χαρακτηριστικό της τουριστικής μας ανάπτυξης είναι και οι ανεπαρκείς υποδομές, οι οποίες, τις περισσότερες φορές, ακολουθούν, με διαφορά φάσης, τις ανωδομές και σχεδόν πάντα υστερούν σημαντικά.
Επένδυση στην επένδυση λοιπόν, για ορισμένους δημοφιλείς προορισμούς και για κάποια σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα, δημιουργούνται συνθήκες κατηγορίας «υπέρ...». «Υπερσυγκέντρωση» το πούμε, «υπερτουρισμό» το πούμε, «υπερ... ό,τι θέλει το αφεντικό» το πούμε, ο χαρακτηρισμός αφορά στο αποτέλεσμα. Όμως, ένα πρόβλημα επιλύεται όταν αντιμετωπίζεται το αίτιο. Εδώ, το αίτιο είναι η υπερπροσφορά.
Η θεραπευτική λοιπόν πρέπει να εστιάσει στην αποφυγή δημιουργίας υπερπροσφοράς. Η λύση δεν είναι καθόλου εύκολη. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, καλούμεθα για διορθωτική δράση, όταν μάλλον είναι αργά. Αλλά ακόμα και στη φάση του αρχικού σχεδιασμού, συντρέχουν σοβαροί λόγοι για τη δημιουργία συνθηκών υπερπροσφοράς και πρώτα απ’ όλα, πολιτικοί.
Οι κυβερνήσεις επιθυμούν πάντα περισσότερες επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), περισσότερες θέσεις απασχόλησης (σε υπάρχουσες και νέες επιχειρήσεις) και περισσότερα έσοδα (από έμμεση και άμεση φορολογία). Οι επενδύσεις, πέρα από την οικονομική τους διάσταση, είναι κι ένα μέσο άσκησης εξουσίας, το οποίο οι εκάστοτε κυβερνώντες γνωρίζουν πολύ καλά να χρησιμοποιούν. Επίσης, με την ιδιαίτερα αυξημένη έμμεση φορολογία, προτιμούν χαμηλή ή οριακή κερδοφορία σε πολλές επιχειρήσεις (άρα, περισσότερες θέσεις απασχόλησης), παρά υψηλή κερδοφορία σε λίγες επιχειρήσεις (δηλαδή, κατά τι λιγότερες θέσεις απασχόλησης). Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις πάντα θα ευνοούν τη δημιουργία πρόσθετης προσφοράς.
Άλλος σοβαρός λόγος για τη δημιουργία υπερπροσφοράς είναι η ετεροχρονισμένη πληροφόρηση. Μεταξύ της σύλληψης μιας επενδυτικής ιδέας και της έναρξης λειτουργίας μεσολαβεί πάντα ικανός χρόνος για ανατροπή των δεδομένων και μεταβολή των τάσεων της ζήτησης.
Τελευταίος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός λόγος, είναι η ύπαρξη προβλημάτων διαρθρωτικού χαρακτήρα: από την ανισοκατανομή των επενδύσεων στο σύνολο της επικράτειας, την πίεση και τη δημιουργία προσδοκιών από τους ΤΟs, μέχρι τη λανθασμένη στρατηγική της μοιρασιάς της πίτας σε περισσότερους, αντί του στόχου για το κατά προτεραιότητα μεγάλωμα της πίτας.
Μέχρι να καταφέρουμε λοιπόν να επικεντρωθούμε στα προβλήματα του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, καλό θα ήταν να αποφεύγουμε τους λεκτικούς ακροβατισμούς και τις φραστικές υπερβολές. Σε κάθε περίπτωση, η αγορά θα ισορροπήσει, but there is always a cost!
(*) Ο Γιώργος Δρακόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων, πάλαι ποτέ Γενικός Διευθυντής ΣΕΤΕ και Πρόεδρος των Affiliate Members United Nations Tourism.