Του Νίκου Πέτρου (*)
Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ António Guterres χαρακτήρισε το 2024 ως «masterclass στις κλιματικές καταστροφές». Πράγματι, η χρονιά που τελειώνει έφερε, και πάλι, ξηρασία και καύσωνες, εξαιρετικά ισχυρούς τροπικούς κυκλώνες, καταστροφικές πλημμύρες και πυρκαγιές, με τεράστιο κοινωνικό, περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος.
Σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού που συντάχθηκε για την COP29, το 2024 φαίνεται ότι θα είναι η θερμότερη χρονιά στην ιστορία και η περίοδος 2015-2024 η θερμότερη καταγεγραμμένη δεκαετία. Οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου έφτασαν σε τιμές ρεκόρ το 2023, ρεκόρ που φαίνεται ότι θα καταρριφθεί φέτος. Κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2024, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ήταν αυξημένη κατά 1,54°C σε σχέση με το επίπεδο της προβιομηχανικής εκπομπής. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξεπεράστηκε το όριο της συμφωνίας του Παρισιού που υπολογίζεται σε βάθος δεκαετιών (η αύξηση κατά την τελευταία δεκαετία είναι 1,3°C), είναι όμως δηλωτικό της τάσης.
Η έκθεση αναφέρει επίσης μειωμένη παγοκάλυψη στις πολικές περιοχές, επιταχυνόμενη τήξη των παγετώνων, διαταραχή του κύκλου των υετών με ακραίες βροχοπτώσεις σε πολλές περιοχές και παρατεταμένη ανυδρία σε άλλες και σημειώνει ότι η τελευταία διετία ήταν η ξηρότερη των τελευταίων 30 ετών για τα ποτάμια συστήματα του πλανήτη. Αναφέρει επίσης ότι η θέρμανση των ωκεανών συνεχίζεται ακάθεκτη: το 2023 οι θάλασσες του πλανήτη απορρόφησαν 3,1 εκ. Twh θερμότητας. Η ποσότητα αυτή είναι 18πλάσια της ετήσιας παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας και η υψηλότερη καταγεγραμμένη ως τώρα. Τα δεδομένα του 2024 δείχνουν ότι και φέτος η θέρμανση των ωκεανών, που είναι σε μεγάλο βαθμό η γενεσιουργός αιτία των ακραίων καιρικών φαινομένων, θα είναι αντίστοιχη αν όχι μεγαλύτερη.
Παράλληλα, νέα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην COP29 δείχνουν πως, παρά την «ιστορική» συμφωνία της COP28 για απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, οι εκπομπές από τη χρήση άνθρακα, πετρελαίου και αερίου θα αυξηθούν κατά 0,8% το 2024. Μαζί με τις αυξημένες εκπομπές από τις αλλαγές χρήσης γης, κυρίως από την αποδάσωση σε Βραζιλία, Ινδονησία και Κογκό, οι συνολικές εκπομπές θα αυξηθούν από 40,6 GtCO2 σε 41,6 GtCO2. Αξίζει να αναλογιστούμε ότι για να παραμείνουμε στο «μονοπάτι» του 1,5°C οι παγκόσμιες εκπομπές πρέπει να μειωθούν κατά 43% ως το 2030.
Με τα σημερινά δεδομένα η εκτιμώμενη αύξηση της θερμοκρασίας της Γης ως το 2100 θα φτάσει ή και θα ξεπεράσει τους 2,6°C. Οι επιστήμονες της Global Carbon Budget αναφέρουν ότι «ενώ οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εντείνονται δραματικά, δεν βλέπουμε «οροφή» στην χρήση ορυκτών καυσίμων. Το χρονικό περιθώριο εξαντλείται και οι παγκόσμιοι ηγέτες στην COP29 πρέπει να επιβάλλουν άμεσες και δραστικές περικοπές των εκπομπών».
Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως και σε αυτή την COP, για τρίτη συνεχή χρονιά, η ισχυρότερη δύναμη είναι η … βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Τουλάχιστον 132 κορυφαία στελέχη πετρελαϊκών εταιρειών είναι προσκεκλημένοι του Προέδρου της χώρας, ενώ συνολικά 1.773 λομπίστες βρίσκονται στη διάσκεψη του Μπακού. Η «αντιπροσωπεία» αυτή είναι μεγαλύτερη από εκείνες σχεδόν όλων των χωρών (εκτός του Αζερμπαϊτζάν, της Βραζιλίας και της Τουρκίας) και σχεδόν διπλάσια από τους εκπροσώπους των 10 πιο κλιματικά ευάλωτων χωρών που συνολικά αριθμούν γύρω στους 1.000.
Μαζί τους βρίσκονται και περίπου 480 λομπίστες εταιρειών δέσμευσης άνθρακα (carbon capture and storage - CCS). Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων υποστηρίζει εδώ και χρόνια τη δέσμευση άνθρακα ως εργαλείο για την «απανθρακοποίησή» της, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και πολλοί επιστήμονες αντιτείνουν ότι οι τεχνολογίες CCS δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην κλίμακα που απαιτείται, δεν αντιμετωπίζουν τις τοπικές επιπτώσεις της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων και απλά αποτελούν άλλοθι για το greenwashing των εταιρειών.
Όπως είναι φυσικό, υπάρχουν πολλές αντιδράσεις για την καθοριστική παρουσία της πετρελαϊκής βιομηχανίας, από οργανώσεις, από τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και από σημαίνουσες προσωπικότητες που αμφισβητούν την αποδοτικότητα των COP. Μεταξύ τους, ο πρώην ΓΓ του ΟΗΕ Ban Ki-moon, η πρώην Πρόεδρος της Ιρλανδίας Mary Robinson, η πρώην υπεύθυνη για το κλίμα του ΟΗΕ Christiana Figueres και ο πρώην Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Al Gore, οι οποίοι ζήτησαν διασφαλίσεις που θα περιορίσουν «την υπερβολική επιρροή των πετρελαϊκών εταιρειών στις COP».
Ο Al Gore τόνισε πως «παρότι η διάσκεψη του Ντουμπάι κατέληξε σε μια διεθνή συμφωνία για την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, αυτό το θέμα ελάχιστα συζητείται στην COP29» και ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να έχει ισχυρότερο ρόλο στην επιλογή των χωρών που φιλοξενούν τις COP « …για τρίτη συνεχή χρονιά βρισκόμαστε σε ένα πετροκράτος. Αυτό πρέπει να αλλάξει.».
Σε ότι αφορά τα αποτελέσματα των συνομιλιών, ήδη από την πρώτη ημέρα υπήρξε μια έκπληξη, καθώς οι εκπρόσωποι των χωρών ενέκριναν τον μηχανισμό του Άρθρου 6 της Συμφωνίας του Παρισιού. Πριν την COP, οι αναλυτές πίστευαν ότι αυτό το θέμα θα ήταν χαμηλά στην ατζέντα, όπως είχα γράψει στο προηγούμενο σημείωμά μου, όμως η Προεδρία της COP πίεσε για μια «γρήγορη νίκη» με την άμεση επίλυσή του.
Αν και κάποιες λεπτομέρειες μένει να διευκρινιστούν, ο δρόμος είναι πλέον ανοιχτός ώστε οι χώρες να μπορούν να αγοράσουν «δικαιώματα» αφαιρώντας ή εμποδίζοντας εκπομπές σε άλλες χώρες (για παράδειγμα φυτεύοντας δέντρα ή εμποδίζοντας την αποδάσωση) και να τα χρησιμοποιήσουν στην επίτευξη των δικών τους κλιματικών στόχων.
Υπάρχουν όμως πολλοί επικριτές του μηχανισμού, που επιμένουν ότι έτσι οι πλούσιες χώρες και οι μεγάλοι ρυπαντές θα μπορέσουν να συνεχίσουν να ρυπαίνουν και να καθυστερήσουν την απομάκρυνσή τους από τα ορυκτά καύσιμα με «επενδύσεις» πολύ μικρότερου κόστους σε φτωχότερα κράτη. Αντιτείνουν επίσης ότι η απόφαση πάρθηκε πολύ γρήγορα, χωρίς επαρκείς διαβουλεύσεις και σωστή διαδικασία.
Για τα οικονομικά θέματα, ο υπεύθυνος για το κλίμα του ΟΗΕ Simon Stiell ζήτησε από τις χώρες να λάβουν σοβαρές αποφάσεις για τις χρηματοδοτικές ανάγκες, τονίζοντας ότι η έλλειψη άμεσης δράσης θα είναι «σαν να δίνουμε αναβολικά στον παγκόσμιο πληθωρισμό» και πως «δισεκατομμύρια άνθρωποι θα υποφέρουν αν οι κυβερνήσεις τους φύγουν από την COP29 χωρίς έναν ουσιαστικό παγκόσμιο στόχο χρηματοδότησης».
Όμως οι συζητήσεις για τον νέο παγκόσμιο στόχο (New Collective Quantified Goal - NCQG) για τη χρηματοδότηση κλιματικών δράσεων προχωρούν αργά και η ομάδα των αναπτυσσόμενων χωρών (G77 – που περιλαμβάνει και την Κίνα) χαρακτήρισε το σχέδιο κειμένου που παρουσιάστηκε την Πέμπτη ως ανεπαρκές. Οι G77 ζητούν αύξηση της χρηματοδότησης στο 1 τρισ. δολάρια ετησίως ως το 2035 από τα 100 δισ. δολάρια ετησίως που είναι σήμερα και τονίζουν ότι δεν θα συμφωνήσουν σε καμία περίπτωση να συμπεριληφθούν στους χρηματοδότες οι ανερχόμενες οικονομικά χώρες όπως η Κίνα και η Σαουδική Αραβία. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, με πρωτοστατούσα την ΕΕ, δηλώνουν ότι δεν θα αυξήσουν τη χρηματοδότησή τους αν αυτές οι, πλούσιες πλέον, χώρες δεν συμμετέχουν ως χρηματοδότες.
Παράλληλα, πρόσφατη αναφορά του Προγράμματος Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) για το οικονομικό Έλλειμα Προσαρμογής με τίτλο «Come Hell or High water» αναφέρει ότι υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις ανάγκες των αναπτυσσόμενων χωρών –που υπολογίζονται σε 215-387 δισ. δολάρια ετησίως και αυξάνονται– και στην υπάρχουσα χρηματοροή που ήταν μόλις 28 δισ. δολάρια το 2022 (αυξημένη από 22 δισ. δολάρια το 2021). Όμως, οι πλούσιες χώρες δεν φαίνονται διατεθειμένες να «βάλουν το χέρι στην τσέπη», τουλάχιστον προς το παρόν. Σε μια μεγάλη εκδήλωση την Πέμπτη, το Ταμείο Προσαρμογής (Adaptation Fund) κατόρθωσε να συγκεντρώσει μόλις 61 εκ. δολάρια, έναντι στόχου 300 εκ. δολαρίων.
Μια θετική εξέλιξη είναι η στήριξη του Ταμείου των Ηνωμένων Εθνών για τη χρηματοδότηση συστηματικών κλιματικών παρατηρήσεων (Systematic Observations Financing Facility - SOFF) με 100 εκ. δολάρια από 12 χώρες. Το SOFF, που ιδρύθηκε πριν δύο χρόνια από από τρεις οργανισμούς του ΟΗΕ (WMO, UNDP και UNEP) έχει στόχο να βελτιώσει τα συστήματα κλιματικών προβλέψεων, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο, κάτι που είναι απαραίτητο για αποτελεσματικές κλιματικές δράσεις. Ήδη περισσότερες από 100 χώρες έχουν ζητήσει τη συνδρομή του SOFF.
Τέλος, μια απροσδόκητη εξέλιξη ήταν η αποχώρηση της 80μελούς αντιπροσωπείας της Αργεντινής από την COP, μετά από μόλις τρεις ημέρες, με εντολή του Προέδρου της χώρας Javier Milei. Ο ακροδεξιός Milei έχει χαρακτηρίσει την κλιματική αλλαγή «σοσιαλιστικό ψεύδος» και απειλεί να αποσυρθεί από τη Συμφωνία του Παρισιού. Η κίνηση αυτή, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις Trump για αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία και την επιλογή του αρνητή της κλιματικής αλλαγής Lee Zeldin ως μελλοντικού επικεφαλής της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (Environmental Protection Agency) δημιουργεί ανησυχίες για το μέλλον της Συμφωνίας. Ο António Guterres δήλωσε ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ θα «παρέλυε τις παγκόσμιες προσπάθειες για περιορισμό της υπερθέρμανσης της Γης κάτω από τους 2°C.».
Αναμένουμε με αγωνία ουσιαστικές αποφάσεις ως την ολοκλήρωση της COP 29 στο τέλος της εβδομάδας.
(*) Ο κ.Νίκος Πέτρου είναι: