Η 21η Φεβρουαρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ξεναγού και ο πρόεδρός των Επαγγελματιών Ξεναγών, Κρίτων Πιπέρας θυμάται το ξεκίνημά του, σε άρθρο του στο agrocosmos.com. Διαβάστε το...
Η 21η Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Ξεναγού. Είναι ή μέρα μας, είναι ή μέρα μου. Πόσα πράγματα δεν ήξερα για αυτό το επάγγελμα όταν, φρέσκος-φρέσκος έσκαγα μύτη από τη Σχολή Ξεναγών τότε, του ΕΟΤ. Θυμάμαι τη σχολή στην οδό Φιλελλήνων, ένας πιτσιρικάς πού έψαχνε το μέλλον του μέσα από το παρελθόν της πατρίδας του. Θυμάμαι τα μαθήματα, το τρέξιμο, τις αγωνίες, το διάβασμα, τούς καταπληκτικούς καθηγητές. Δεν ήταν σχολείο, δεν ήταν σχολή, ήταν το μέλλον μου. Δεν το” ξερα τότε, δεν το φανταζόμουν, νόμιζα ότι ήταν μια σχολή σαν όλες τις άλλες. Είχα πριν σπουδάσει Ιστορία Τέχνης. Μετά Οδοντοτεχνική. Τίποτα.
Δεν μού έλεγαν τίποτα. Και μετά ήρθε ή Σχολή Ξεναγών. Και νόμιζα ότι θα ήταν άλλη μια σχολή. Και κάπου εκεί, κοντοστάθηκα. Και πήρα μια βαθιά ανάσα. Και αφουγκράστηκα την καρδιά μου. Και κοίταξα μέσα μου. Και εκεί κάτι μού ψιθύρισε : «αυτό είσαι». Και αφέθηκα. Και δεν ένοιωσα κόπο, κούραση. Και άρχισα να ρουφάω γνώσεις, στιγμές, λέξεις, ομορφιά. Ατελείωτες ώρες, συνεχείς σημειώσεις. Επισκέψεις σε μουσεία, στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Εκδρομές σε όλη την Ελλάδα. Γέλια μέσα στα πούλμαν με τούς συν-σπουδαστές.
Και κούραση. Και νεύρα. Και τεράστιες ποσότητες υπομονής. Θυμάμαι τις ατελείωτες ώρες πού προχωρούσαμε στους αρχαιολογικούς χώρους, με κρύο, βροχή, και εμείς εκεί, να κρατάμε σημειώσεις, να φτιάχνουμε κατόψεις, να βγάζουμε φωτογραφίες (και να έχουμε τότε και την αγωνία αν θα βγουν καλές, μέρες παλιές, πού ή τεχνολογία εξαντλούνταν σε μια καλής μάρκας φωτογραφική μηχανή) γιατί έπρεπε μετά, στην επιστροφή, να ετοιμάσουμε το ντοσιέ με κατόψεις και σχόλια και φωτογραφίες, και απαγορευόταν διά ροπάλου να αντικατασταθούν οι φωτογραφίες με καρτ-ποστάλ. Έπρεπε οι καθηγητές να δουν μέσα από τις φωτογραφίες, τη δική μας ματιά, τη δική μας αντίληψη των πραγμάτων. Και σιγά-σιγά ψηνόμασταν στο επάγγελμα. Ώρες μέσα στα λεωφορεία, και χιλιόμετρα δρόμων, και μικρά ξενοδοχεία, και αναποδιές, και γέλιο, γέλιο πολύ. Μα πού βρίσκαμε το κουράγιο νά γελάμε;
Ήμασταν θα μού πεις νέοι. Αλλά και κάποιοι όχι τόσο νέοι. Και κάποιοι πού δυσανασχετούσαν. Μα κάτι μας κρατούσε ενωμένους. Και χρόνια μετά καταλάβαινα πώς αυτό πού μας ένωνε ήταν ή αγάπη σε αυτό πού κάναμε. Και το ό,τι συνειδητοποιούσαμε ότι είχαμε βρει το δρόμο μας. Μέσα σ΄ αυτά τα χιλιόμετρα, ανάμεσα στα βουνά, στα μικρά χωριά και τα μικρά μουσεία της ιστορίας κάθε γωνιάς αυτής της χώρας, είχαμε βρει το δρόμο μας. Είναι τεράστιο αυτό το πράγμα, αυτή η συνειδητοποίηση.
«Αυτό είναι πού θέλω να κάνω στη ζωή μου». Ναι. «Αυτό»! Από κει και πέρα, όλα ήσαν εύκολα, ή πιο εύκολα. Οι εξετάσεις, ή απόκτηση τού διπλώματος, ή επαγγελματική άδεια, ή ξεναγική ταυτότητα. Πρώτη φορά στη ζωή μου ταυτιζόμουν με κάτι. Και ξεχυθήκαμε στο επάγγελμα με γερές βάσεις να αντιμετωπίσουμε τις απίστευτες απαιτήσεις του.
Tην πρώτη φορά, που έπιασα μικρόφωνο κι αντίκρισα τούς τουρίστες, ένοιωθα πώς ο χρόνος είχε σταματήσει. Πώς όλα κινούνταν σε αργή κίνηση, λες κι ο εγκέφαλος μου ήθελε να καταγράψει τα πάντα, να τα κρατήσει για πάντα. Αυτή ή αίσθηση ήταν μοναδική.
Τελειώνοντας την πρώτη μου επαγγελματική μέρα αισθανόμουν σα να ήμουν μοναδικός. Είχα καρφιτσωμένη ακόμα τη ξεναγική ταυτότητα πάνω μου και ένοιωθα ξεχωριστός. «Ναι, αυτό είναι πού θέλω να κάνω στη ζωή μου». Πώς πέρασαν 34 χρόνια δεν το κατάλαβα. Τριάντα τέσσερα γεμάτα χρόνια. Χρόνια πού πέρασα ταξιδεύοντας σ’ όλη την Ελλάδα. Παρακολουθώντας με ν’ αλλάζω, να μεγαλώνω, και μαζί μου να αλλάζει ή Ελλάδα. Άλλοι δρόμοι, άλλες διαδρομές, ή ίδια λαχτάρα. Άλλοι άνθρωποι, μα τόσο ίδιοι. Να μοιραζόμαστε ιδέες, εμπειρίες, και κάπου εκεί, στους δρόμους και τα μουσεία, τις διαδρομές και τούς αρχαιολογικούς χώρους, ένα πρόσωπο οικείο, ένας συμμαθητής, μια συμμαθήτρια. «Τής χρονιάς μου είναι». Και πόσα έκρυβε αυτή ή φράση! Πόσα είχαμε μοιραστεί! Και συνεχίζαμε να δουλεύουμε, να ταξιδεύουμε, να μιλάμε, να ενημερώνουμε, να βοηθάμε, να συμπάσχουμε. Να μοιραζόμαστε με τούς τουρίστες όχι γνώσεις, αλλά ζωή.
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά. Και τί κέρδισα; Φτάνει ή στιγμή πού αρχίζεις και ζυγίσεις. Τα υπέρ και τα κατά. Πολλά τα κατά, κοιτώντας πίσω. Έχασα χρόνο από τον εαυτό μου, τούς φίλους μου, την οικογένεια μου. Και δεν είμαι μόνο εγώ. Συνάδελφοι πού δεν πρόλαβαν την κηδεία τού πατέρα, της μητέρας τους, γιατί έλειπαν σε ταξίδι. Το θάνατο αγαπημένων.
Συνάδελφοι πού έχασαν ώρες, μέρες, μήνες από τά παιδιά τους. Πού δούλευαν μέ σπασμένο χέρι, πόδι, πού δούλευαν άρρωστοι.
Αντιμετωπίσαμε τις παραξενιές, ακόμα και την αγένεια πολλών. Αντιμετωπίσαμε απρόσμενες καταστάσεις, δυσκολίες, κλείσιμο δρόμων, αρχαιολογικών χώρων, τουρίστες πού αρρώσταιναν, ακόμα και θανάτους, δυστυχήματα, ναυάγια, σεισμούς. Και συνεχίζουμε. Γιατί «ναι αυτό θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας». Και περνώντας τα χρόνια έβλεπα τις μέρες εργασίας να λιγοστεύουν. Τα μεροκάματα να πέφτουν. Την ποιότητα τού τουρίστα να αλλάζει, το επίπεδο γνώσεων να μειώνεται, την αντιμετώπισή μου ως επαγγελματία να μειώνεται.
Να γίνομαι ένας αριθμός, μια κούκλα πού κρατά μικρόφωνο, κι εγώ να παλεύω για την αξιοπρέπεια μου ως επαγγελματία. Να βλέπω γύρω μου να με αντιμετωπίζουν ως «αναγκαίο κακό» και να με παραγκωνίζουν άνθρωποι άσχετοι πού ξεπατίκωναν τη δουλειά μου για ένα «χαρτζιλίκι». Και να συνειδητοποιώ ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν, ξεναγός θα είμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα ανεβοκατεβαίνω την Ακρόπολη. Και τους Δελφούς. Και θα περπατάω στο Ηραίο της Ολυμπίας. Και θα ξετρυπώνω το Μινώταυρο μέσα από τούς μύθους. Όσο με βαστούν τα πόδια μου. Και ή καρδιά μου, και ή ίδια μου ή ψυχή. Ίσως κανένας δε θα εκτιμήσει αυτό πού κάνω, αυτό πού πρόσφερα και προσφέρω. Δε θα πάρω προαγωγή, δε θα έχω καλύτερο μισθό, καλύτερο γραφείο, τίτλους. Μπορεί να μην αποκτήσω ποτέ γωνιακό γραφείο, θα έχω όμως πάντα την καλύτερη θέα!
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά. Έφτασε ή στιγμή να ζυγίσω τα υπέρ και τα κατά. Πολλά είπαμε τα κατά. Αλλά «αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου». Ναι! «Αυτό»! Και δε μετανιώνω. Και συνεχίζω. Και έχω έτοιμο το πιο καλό μου χαμόγελο για να προϋπαντήσω τούς τουρίστες «μου». Καλή μας «Παγκόσμια Μέρα Ξεναγού»!