Του Αριστοτέλη Κοσκινά, διπλωματούχου ξεναγού
Από τότε που άρχισε το μνημόνιο έχουν ακουστεί πολλά για το άνοιγμα των επαγγελμάτων και πόσο καλό θα έκαναν στην οικονομία της χώρας. Τώρα κατά πόσο αυτό είναι αλήθεια, θα το αφήσω στους ιστορικούς του μέλλοντος.
Ένα από τα "κλειστά" επαγγέλματα ήταν και αυτό του ξεναγού (αν κλειστό θεωρείται ένα επάγγελμα για το οποίο απαιτείται απλώς πτυχίο).
Το επίσημο ελληνικό κράτος δεν βρήκε άλλο τρόπο να ανοίξει το επάγγελμα αυτό παρά μέσω της προσφοράς ταχυρύθμων σεμιναρίων σε κατόχους πτυχίου αρχαιολογίας ή μουσειολογίας.
Παράλληλα παραχωρούσε και ίσως ακόμα παραχωρεί κατ’ εξαίρεση την άδεια εξάσκησης επαγγέλματος σε διαφόρους ανειδίκευτους και ακατάρτιστους παρόχους με μόνη δικαιολογία ότι μιλούν κάποια σπάνια γλώσσα στην οποία (τάχα) υπάρχει έλειψη ξεναγών.
Και τέλος, η κρατική αδιαφορία έχει αφήσει σε πλήρη ασυδοσία κάθε τυχάρπαστο να προσφέρει τουριστικές υπηρεσίες χωρίς εκπαίδευση και χωρίς πιστοποίηση και χωρίς βέβαια να αποδίδει στο κράτος κανένα έσοδο.
Όμως την ίδια στιγμή που όποιος θέλει μπορεί να ξεναγήσει, εμφανίζονται σιγά-σιγά μουσεία που δεν επιτρέπουν σε διπλωματούχους ξεναγούς να ξεναγούν στις εκθέσεις τους. Η πρόφαση είναι πως μόνο οι δικοί τους μουσειοπαιδαγωγοί ή εθελοντές έχουν την γνώση να το κάνουν.
Δεν μπορώ να κρίνω την γνώση και την ικανότητα των μουσειοπαιδαγωγών να επικοινωνήσουν τα εκθέματα του μουσείου στους επισκέπτες, μέχρι τουλάχιστον να παρακολουθήσω κάποιο σχετικό πρόγραμμα. Έχω όμως να παρατηρήσω πως άλλη είναι η δουλειά του μουσειοπαιδαγωγού και άλλη αυτή του ξεναγού.
Επίσης δεν μπορώ να αμφισβητήσω το δικαίωμα ενός ιδιωτικού οργανισμού να θέτει ο ίδιος τους όρους της λειτουργίας του και να προσπαθεί να τηρήσει κάποια ποιοτικά στάνταρ. Υπάρχουν δε και ειδικές περιπτώσεις στις οποίες, λόγω της ευαισθησίας του θέματος, ίσως δικαιολογούνται χειρισμοί τέτοιου είδους, όπως π.χ. το Εβραϊκό Μουσείο.
Όμως θεωρώ εντελώς παράλογο να μην επιτρέπεται σε διπλωματούχους ξεναγούς να μιλήσουν μέσα σε ένα μουσείο στο δικο τους γκρουπ ή να μην δίνεται η δυνατότητα σε επισκέπτες να επιλέξουν από ποιον θα μάθουν την ιστορία των εκθεμάτων και της αφήγησης τους. Ας θυμηθούμε πως διπλωματούχος ξεναγός είναι εκείνος τον οποίο πιστοποίησε η πολιτεία και του έδωσε την άδεια να ξεναγεί σε όλη τη χώρα. Όχι μόνο γνωρίζει την ιστορία και την αρχαιολογία της χώρας, αλλά έχει επίσης εκπαιδευτεί και στο πώς θα την παρουσιάσει στο κοινό.
Το θεώρω κατάφωρη παραβίαση επαγγελματικών δικαιωμάτων τα οποία αποκτήθηκαν μετά από μακρόχρονες σπουδές.
Πρόκειται επίσης για κίνηση που δημιουργεί ένα είδος μονοπωλίου και που στρέφεται ενάνστια στις αρχές του υγιούς ανταγωνισμού.
Δείχνει δε πλήρης έλλειψη ευελιξίας εκ μέρους των διαχειριστών των εν λόγω ιδρυμάτων, καθώς με αυτό τον τρόπο περιορίζουν πιθανώς ακόμα και την ίδια την επισκεψιμότητα στα μουσεία τους. Υποτεθείστω ότι ένα ρωσόφωνο γκρουπ το οποίο έχει ήδη ξεναγό θέλει να επισκεφτεί την έκθεση – θα διαθέτει το μουσείο ρωσόφωνο παιδαγωγό ή εθελοντή; Ή μήπως οι επισκέπτες θα προτιμήσουν ένα άλλο μουσείο, στο οποίο μπορούν να ακούσουν την ξενάγηση στη γλώσσα τους;
Έτσι λοιπόν, ενώ από την μια ανοίγουν τα επαγγέλματα, δημιουργώντας -υποτίθεται- συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, από την άλλη τα κλείνουν, καθώς περιορίζουν τα περιθώρια ελευθερίας εξάσκησης των επαγγελμάτων.
Πιστεύω ότι τα μουσεία που έχουν τέτοια πολιτική πρέπει να το ξανασκεφτούν προς το συμφέρον όλων μας.
Το σώμα των ελλήνων ξεναγών είναι άριστα εκπαιδευμένο και μιλά (συνολικά) πάνω από 20 γλώσσες. Τα μουσεία θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν αυτό το δυναμικό, χωρίς κανένα κόστος για τους ίδιους. Εναλλακτικά, με ελάχιστο κόστος, θα μπορούσαν να καλέσουν τις ενώσεις ξεναγών και σε συνεργασία με αυτές να κάνουν εκπαιδευτικά σεμινάρια για τα εκθέματά τους.