Καινοτόμα και ευρηματική αρχιτεκτονική, βασισμένη στη δημιουργικότητα, στην έρευνα και στον σεβασμό του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελούν την φιλοσοφία και το σχεδιαστικό στίγμα της Potiropoulos+Partners.
Σήμερα, με 30 χρόνια εμπειρία και τη συμμετοχή του Ρήγα Ποτηρόπουλου, η δημιουργική αυτή ομάδα ταλαντούχων αρχιτεκτόνων απευθύνεται στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας πλήρεις υπηρεσίες σχεδιασμού, σε όλο το φάσμα και τις κλίμακες των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών έργων.
Ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος, επικεφαλής του γραφείου Potiropoulos+Partners, μας μιλά για τις προκλήσεις στην αρχιτεκτονική του σήμερα, τις αστικές αναπλάσεις, τον υπερτουρισμό, την επένδυση στο Ελληνικό και την Αθηναϊκή Ριβιέρα.
Η Αθήνα αλλάζει. Πώς θα επηρεάσει την Αττική η αστική ανάπλαση μέσα από τις μεγάλες επενδύσεις;
Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα…
Η ιστορικότητα των κέντρων τους και κατά συνέπεια η δυνατότητα ανάκλησης της μνήμης είναι αυτά που συνήθως μας γοητεύουν στις ευρωπαϊκές πόλεις. Το ότι η πόλη, δηλαδή, έχει κάτι να μας διηγηθεί, αφενός μέσα από την πολεοδομική της δομή και αφετέρου μέσω των κτιρίων της, προσφέροντας στον επισκέπτη ένα μοναδικό ταξίδι στο χρόνο. Η έννοια του ιστορικού κέντρου αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα κάθε βιώσιμου πολεοδομικού σχηματισμού για λόγους θεσμικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς.
Cascading terrasses – Κτίριο κατοικιών στο Κεφαλάρι
Στον αντίποδα όλων αυτών το πρόβλημα του κέντρου της Αθήνας είναι ακριβώς ότι στερείται ταυτότητας, καθώς αναπτύχθηκε χωρίς ισχυρό ιστορικό πυρήνα. Η ελληνική πρωτεύουσα δεν είναι σε θέση να μας ταξιδέψει στο παρελθόν της, εδώ η ιστορική μνήμη είναι αδύναμη, σχεδόν κάθε απτό ίχνος της έχει, ή κινδυνεύει να χαθεί. Το πρόβλημα βέβαια είναι παλιό. Ήδη στην πρώτη περίοδο της πόλης μας μετά το 1833 κατεδαφίστηκαν εκατοντάδες υστεροβυζαντινές εκκλησίες, μοναδικό αποτύπωμα της μετακλασικής ιστορικής μνήμης. Τα λίγα αξιόλογα δημόσια κτίρια που ανεγέρθηκαν -όπως η Βουλή, τα Ανάκτορα, η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο- δεν στάθηκαν ικανά να συγκροτήσουν ένα αναγνωρίσιμο και συνεκτικό αστικό κέντρο.
Πολύ αργότερα, στην μεταπολεμική Αθήνα, το κύριο βάρος της οικοδόμησης αφέθηκε στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία και στην αυθαίρετη στέγαση, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το σύστημα της αντιπαροχής γιγαντώθηκε, ενώ ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε σε μικρής κλίμακας έργα ή σε διορθωτικές παρεμβάσεις. Με μαζικό τρόπο, νεοκλασικά και παραδοσιακά κτίρια θυσιάστηκαν στο βωμό της οικοπεδοποίησης. Το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας μετά τη δεκαετία του ’70 πολύ λίγο θυμίζει πλέον την Αθήνα του Μεσοπολέμου, ο δε σημερινός χαοτικός αστικός σχηματισμός των περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων είναι ουσιαστικά μια σύγχρονη «μεταπόλη» που καμία σχέση δεν έχει με τις υπόλοιπες ιστορικές πόλεις της Ευρώπης.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα προβλήματα της Αθήνας, και κάθε ελληνικής πόλης, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσα από τις μεγάλες ή μικρότερες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αλλά και με πρωτοβουλίες του κράτους, και βέβαια αλλαγή της συλλογικής νοοτροπίας και κουλτούρας.
Active Materiality – Συγκρότημα Παραθεριστικών Βιλών στο Πόρτο Χέλι (βραβευμένο με Iconic Award – Winner στην κατηγορία Innovative Architecture)
Κάτι που θα μπορούσε να έχει γίνει και δεν έγινε στην Αθήνα; Μια χαμένη «ευκαιρία» που θεωρείτε ότι θα έπρεπε να έχουμε αξιοποιήσει;
Αρνούμενος να δεχτεί τη μίζερη πραγματικότητα της μεταπολεμικής Αθήνας, ο οραματιστής Τάκης Ζενέτος αγωνίστηκε με πάθος για την υλοποίηση πρωτοποριακών στόχων, όπως ήταν η χρήση της προηγμένης τεχνολογίας, επίσης της προκατασκευής, η εξοικονόμηση ενέργειας, ο ηλιασμός και η ηλιοπροστασία, η ηλεκτρονική πολεοδομία κ.α. Με τη γόνιμη φαντασία του δημιούργησε ορόσημα ποιοτικής αρχιτεκτονικής και ένα τέτοιο ορόσημο ήταν αναμφισβήτητα το εργοστάσιο του Φιξ, που εκπροσωπούσε ένα από τα σπουδαία ευρωπαϊκά δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής σε αστικό περιβάλλον. Μέχρι που γκρεμίστηκε σημαντικό μέρος του, περίπου το μισό κτίριο, προκειμένου να διευκολυνθούν τα έργα του υπό κατασκευή τότε μετρό.
Στην περίπτωση Φιξ, η περίφημη Tate Modern του Λονδίνου θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει για μας ως αυτονόητο παράδειγμα. Η Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Τate δημιουργήθηκε στο κτίριο που παλαιότερα στεγαζόταν ο Σταθμός Παραγωγής Ενέργειας Bankside – έργο του Gileς Gilbert Scott, που μεταξύ άλλων είχε σχεδιάσει και το γνωστό κόκκινο λονδρέζικο τηλεφωνικό θάλαμο. Το εργοστάσιο του Bankside έκλεισε το 1981, ενώ το 1993 η Tate ανακοίνωσε ότι ο πρώην Σταθμός θα φιλοξενούσε στο εξής την συλλογή μοντέρνας τέχνης. Το κτίριο τροποποιήθηκε, με σεβασμό στην ιστορία του και πρωτοτυπία όσον αφορά στην σύγχρονη επέμβαση από τους ελβετούς αρχιτέκτονες Herzog & de Meuron. Σήμερα είναι η πιο δημοφιλής Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης της Αγγλίας και το τρίτο δημοφιλέστερο Μουσείο της.
Το εμπνευσμένο έργο του Τάκη Ζενέτου, πλήρες, άθικτο, στην αρχική του μορφή και διάσταση, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποτελέσει τη χωρική αφορμή για τη δημιουργία ενός αθηναϊκού κέντρου μοντέρνας τέχνης, γιατί όχι παγκόσμιας εμβέλειας, εφάμιλλο της Tate Modern. Όμως, ως μικρόνοες κλωτσήσαμε τη μεγάλη αυτή ευκαιρία, απαξιώνοντας ταυτόχρονα ένα από τα πιο σημαντικά νεότερα μνημεία της αρχιτεκτονικής μας ιστορίας.
Panorama villa – Costa Navarino Residences (βραβευμένη με A’ Design Award – Silver)
Η μεγάλη συζήτηση στη χώρα μας, μετά από μια επιτυχημένη τουριστική σεζόν, είναι ο «υπερτουρισμός». Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει ώστε να μην πληγούν τα νησιά μας;
Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο σήμερα τον ταξιδιώτη σήμερα είναι η «άυλη» εμπειρία που θα αποκομίσει επισκεπτόμενος έναν προορισμό. Με το να βιώσει τον Τόπο, από την αρχιτεκτονική του παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, μέχρι την φύση ή ότι άλλο περιλαμβάνει διαχρονικά το τοπικό ιδίωμα. Όλα αυτά πρέπει να αποδοθούν στον χτισμένο χώρο μέσα από έναν σύγχρονο αρχιτεκτονικό λόγο, να ενταχθούν με έναν πιο οργανωμένο και βαθύτερο τρόπο στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Αυτό που οφείλει να μας απασχολήσει είναι το πως θα διαχειριστούμε το δίπολο, ανάμεσα στη δημιουργία σύγχρονων τουριστικών υποδομών, αφενός, και αφετέρου, στην ανθρώπινη ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τις αρχετυπικές πλευρές της αρχιτεκτονικής, όπως είναι η σχέση της με την φύση και τον πολιτισμό.
Την περίοδο αυτή «τρέχουν» μεγάλες τουριστικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Ποια θα ήταν η υπεραξία που μπορεί να προσφέρει ο αρχιτέκτονας μέσα από τον σχεδιασμό του στην βαριά βιομηχανία της χώρας;
Η σύγχρονη κοινωνική πολυπολιτισμικότητα και η αντίστοιχη αστική πολυπλοκότητα επιτάσσουν νέα, σύνθετα σχήματα ερμηνείας της αρχιτεκτονικής. Στο πλαίσιο αυτό ο χώρος, ως βιωματική εμπειρία, συνιστά έναν από τους βασικότερους άξονες συνθετικής προβληματικής. Όπου ένα σημαντικό θέμα αποτελεί η καινοτομία στην σύλληψη της «ιδέας». Η πρόκληση λοιπόν είναι με ποιο τρόπο θα μπορεί στο μέλλον να εξελίσσεται η αρχιτεκτονική με δημιουργικό τρόπο και ταυτόχρονα να πορεύεται στο φάσμα ενός κεκτημένου ιδιώματος. Μας απασχολεί το πως θα διαμορφωθεί στην αρχιτεκτονική η δυναμική σχέση ανάμεσα στην προηγμένη τεχνολογία και στην ανάγκη μας να επαναπροσδιορίσουμε τις «αρχετυπικές» πλευρές του σχεδιασμού προκειμένου η ζωή μας να γίνει πιο ανθρώπινη. Αφενός, δηλαδή, ο Τόπος ― με την «αρχέγονη» διάστασή του ― και, αφετέρου, η προσδοκία γι’ αυτό που δεν έχει έρθει ακόμη.
The Helix – Κτίριο διαμερισμάτων και κατοικιών στο Γκολφ της Γλυφάδας
Έχετε αναλάβει αρκετά και σημαντικά έργα στον χώρο της φιλοξενίας και του τουρισμού. Μπορούμε να πούμε ότι η Potiropoulos + Partners εμβαθύνει στον συγκεκριμένο τομέα, και με ποιο τρόπο;
Ισχύει ότι τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό ποσοστό των έργων μας αφορά στον ευρύτερο χώρο του τουρισμού. Έχουμε αποκτήσει κατ΄ επέκταση το know-how εκείνο που είναι απαραίτητο ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το γραφείο ακόμη και στον πιο απαιτητικό σχεδιασμό.
Η δουλειά μας έχει μια «αντισυμβατική» τάση, στόχος μας είναι να προσπαθούμε να ανεβαίνουμε επίπεδα εφευρετικότητας. Έτσι παραμένουμε δημιουργικοί. Και δημιουργικότητα σημαίνει «φαντάζομαι», «επινοώ». Αυτό που εξετάζουμε στις προτάσεις μας είναι η εμπειρία που προκαλεί ο σχεδιασμός μας, πέρα από την υλική υπόσταση των κτιρίων. Εύκολα καταλαβαίνει κάποιος την χρησιμότητα αυτής της προσέγγισης στον τομέα της φιλοξενίας, όπου ο χρήστης αναζητά σήμερα το «αναπάντεχο» βίωμα. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη να φανταστούμε μία αρχιτεκτονική «εκτός του μέχρι τώρα».
Ποιες είναι οι τάσεις στην αρχιτεκτονική των ξενοδοχείων; Τι αναζητά ο σύγχρονος ταξιδιώτης σε αυτό το πεδίο;
Εκείνο που φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο τον ταξιδιώτη σήμερα, είναι η άυλη εμπειρία που θα αποκομίσει επισκεπτόμενος έναν προορισμό. Αυτό κάνει και την αρχιτεκτονική προσέγγιση πολύ πιο σύνθετη. Δεν αρκεί να σχεδιάσεις ένα κτίριο, ένα συγκρότημα, και να είναι λειτουργικό και αισθητικά ενδιαφέρον. «Σκηνοθετείς» ένα «ταξίδι», αυτό κάνεις. Ο ταξιδιώτης θέλει να βιώσει την εμπειρία του Τόπου, από την αρχιτεκτονική του παράδοση, τα ήθη και έθιμα, μέχρι την φύση του, και ότι άλλο περιλαμβάνει το τοπικό ιδίωμα. Όλα αυτά πρέπει να αποδοθούν μέσα από έναν σύγχρονο αρχιτεκτονικό λόγο, να ενταχθούν δομικά και με έναν βαθύτερο τρόπο στον σχεδιασμό, και όχι μέσω της μίμησης ή της αντιγραφής.
Υπάρχουν και εκείνοι που αναζητούν την «εναλλακτική» εμπειρία, σε ένα περιβάλλον σχεδόν «ακραίο» –πάντως πολύ διαφορετικό από αυτό της αστικής καθημερινότητάς τους– στο οποίο θα μπορούν να «αποτοξινωθούν» από την τεχνολογία και τα στερεοτυπικά τους «πρωτόκολλα».
Πως αλλάζει η Αθηναϊκή Ριβιέρα γύρω από την επένδυση στο Ελληνικό;
Η Ελληνική πρωτεύουσα θα μπορούσε να είναι μια υπέροχη πόλη. Η τοπογραφία της, το εύκρατο κλίμα και η ιστορία της το επιτρέπουν. Όμως, δεν είναι. Το φυσικό περιβάλλον του ευρύτερου πολεοδομικού σχηματισμού της θυσιάστηκε στο βωμό της ανοικοδόμησης, το ίδιο συνέβη και στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής, που δίνει σήμερα την εικόνα μιας ασυγκρότητης ζώνης, χωρίς χαρακτήρα, με άναρχη συσσώρευση κατοικιών και ελλειμματικές υποδομές. Η σημερινή Αθήνα, εκτός από την Ακρόπολη, δεν διαθέτει σημαντικούς κοινωνικούς πυκνωτές, ούτε επίσης ένα δίκτυο ισχυρών σημείων αναφοράς και ελκυστικών θεματικών ενοτήτων. Πόσο μάλλον προοπτικές ανάπτυξης, με την ουσιαστική έννοια του όρου.
Όλα αυτά συμβαίνουν, ωστόσο, σε μια πόλη με σχεδόν ιδανικές κλιματικές συνθήκες. Το πρόταγμα ενός αναβαθμισμένου παράκτιου μετώπου αφορά τόσο στην ποιότητα διαβίωσης των κατοίκων του, όσο και στο τουριστικό προϊόν. Είναι ολοφάνερη η ανάγκη ενός δομημένου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού για το ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελληνικής πρωτεύουσας, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Τα τρέχοντα αστικά και περιαστικά προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με αποσπασματικές παρεμβάσεις. Η ανάπτυξη του «Ελληνικού», ως «οριοθετημένου» μεμονωμένου σχεδιασμού, δεν θα αποδώσει καρπούς αν δεν ενταχθεί σε ένα μεγαλύτερο και μελετημένο πρόγραμμα.
Έτσι μόνο θα μπορούσαμε να μιλάμε πραγματικά για «Αθηναϊκή Ριβιέρα». Φιλόδοξοι στόχοι αυτού του επιπέδου δυστυχώς μας υπερβαίνουν. Αναρωτιέμαι, ποιο είναι άραγε το όραμα της εκάστοτε κυβέρνησης, με ποιο τρόπο σκοπεύει να χειριστεί στρατηγικά την ευαίσθητη και πολυπαραμετρική σχέση πόλης-φύσης, σε όλη την επικράτεια, και ειδικότερα στην Αθήνα των 4 εκ. κατοίκων, με τα ειδυλλιακά νησιά του Αργοσαρωνικού σε απόσταση αναπνοής; Προκειμένου η πόλη να μπορέσει να ανοιχτεί στην κοντινή της θάλασσα και στα πανέμορφα τοπία που την περιβάλλουν. Ο συνδετικός κρίκος αυτής της τόσο κρίσιμης οργανικής ένωσης μόνο το παράκτιο αττικό μέτωπο θα μπορούσε να είναι, εξού και η σημαντικότητά του.