Σε μια εποχή κατά την οποία ο κλάδος της φιλοξενίας αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις, η αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων θα έπρεπε να αποτελεί βασικό μέλημα. Αυτή η αύξηση των δαπανών δεν είναι ένα μεμονωμένο ζήτημα, αλλά μάλλον μια συρροή διαφόρων οικονομικών παραγόντων και παραγόντων της αγοράς. Καθώς αυτά τα κόστη συνεχίζουν να αυξάνονται, η κατανόηση της προέλευσης και των συνεπειών τους καθίσταται επιτακτική για οποιονδήποτε δραστηριοποιείται σε αυτόν τον κλάδο. Από τις πληθωριστικές πιέσεις και τις προσαυξήσεις σε τέλη και φόρους, έως την εξελισσόμενη καταναλωτική ζήτηση, κάθε στοιχείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σημερινού οικονομικού τοπίου των ξενοδοχείων και της ανταγωνιστικότητάς τους.
Οι αιτίες στην αύξηση κόστους των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων είναι πολλαπλές με βαθιές επιπτώσεις στην κερδοφορία του κλάδου, την ποιότητα των υπηρεσιών και τη συνολική δυναμική της τουριστικής αγοράς:
Καθένας από τους ανωτέρω παράγοντες συμβάλλει στην αύξηση του λειτουργικού κόστους στον κλάδο της φιλοξενίας, θέτοντας σημαντικές προκλήσεις για τις επιχειρήσεις, στην προσπάθειά τους να διατηρηθούν και να διατηρήσουν ένα επίπεδο υψηλής ανταγωνιστικότητας παρέχοντας υπηρεσίες υψηλής ποιότητας.
Το αυξανόμενο αυτό κόστος στον κλάδο της φιλοξενίας έχει ένα κυματοειδές αποτέλεσμα, επηρεάζοντας διάφορες πτυχές των επιχειρηματικών λειτουργιών και τη συνολική δυναμική του κλάδου:
Η κατανόηση αυτών των παραγόντων είναι απαραίτητη τόσο από πλευράς πολιτείας όσο και από πλευράς φορέων του κλάδου, ώστε να προσανατολιστούν και να αναπτύξουν αποτελεσματικές στρατηγικές και πολιτικές.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, με βάση τα ανωτέρω στοιχεία ο κλάδος των ξενοδοχείων, πέραν του αυστηρού πλαισίου τεχνικών προδιαγραφών, υγιεινής και ασφάλειας που τηρεί βάσει της προβλεπόμενης νομοθεσίας -με σημαντικό κόστος επενδύσεων στο τομέα αυτό- και των ρυθμισμένων, εδώ και δεκαετίες, εργασιακών σχέσεων διασφαλίζοντας συνθήκες εργασιακής ειρήνης στην χώρα μας, καλείται επιπρόσθετα να αντιμετωπίσει και ένα πρωτοφανές, σύνθετο και διαρκώς αυξανόμενο μείγμα οικονομικών βαρών, δυσανάλογο μάλιστα με αντίστοιχα βάρη παράλληλων δραστηριοτήτων στο χώρο της φιλοξενίας όπως αυτών της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Η ανεξέλεγκτη πορεία της βραχυχρόνιας μίσθωσης
Από την άλλη η βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα, ως οικονομική επιχειρηματική δραστηριότητα αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό από όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 25% ετησίως τα τελευταία 5 χρόνια με αποτέλεσμα στους περισσότερους δυναμικούς προορισμούς, οι κλίνες που διατίθενται μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης να έχουν ξεπεράσει κατά πολύ αυτές των ξενοδοχείων.
Ενδεικτικά, σε σχετική μελέτη της Grant Thornton, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, επισημαίνεται ότι πλέον, ο αριθμός των κλινών που διατίθενται στο κέντρο της Αθήνας, μέσω καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, αγγίζει τις 63,2 χιλιάδες, έναντι 34,95 χιλιάδων κλινών μέσω ξενοδοχείων, ενώ στο σύνολο της Αττικής προσφέρονται 1,68 φορές περισσότερες κλίνες (114.000 κλίνες έναντι 67,8 χιλιάδων των ξενοδοχείων).
Σε πανελλαδικό επίπεδο, από το 2019 έως το 2023 οι κλίνες της οικονομίας διαμοιρασμού αυξήθηκαν κατά 100%, φτάνοντας τις 857,7 χιλιάδες ενώ κατά την ίδια περίοδο οι ξενοδοχειακές κλίνες ανέρχονται σε 886,1 χιλιάδες, έχοντας αυξηθεί μόλις κατά 3,5% . Σε πανελλαδικό επίπεδο, η εικόνα είναι ίσως πιο ισοσκελισμένη, αλλά και πάλι ενδεικτική της εκρηκτικής ανάπτυξης των βραχυχρόνιων μισθώσεων τα τελευταία χρόνια, λόγω και της αντίστοιχα υψηλής ζήτησης.
Τα ανωτέρω συγκριτικά στοιχεία για την αύξηση των κλινών μεταξύ ξενοδοχείων και βραχυχρόνιας μίσθωσης σε πολλούς προορισμούς της χώρας, καταδεικνύουν με τον πιο εμφαντικό τρόπο την νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στην κλάδο της φιλοξενίας, με μια ανεξέλεγκτη επέκταση της δραστηριότητας των βραχυχρόνιων μισθώσεων με ρυθμούς ανάπτυξης σε ετήσια βάση σχεδόν δεκαπλάσιους από εκείνους των ξενοδοχείων κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, με ότι αυτό συνεπάγεται σε επιβάρυνση των υποδομών, σε ποιότητα ζωής κατοίκων και επισκεπτών, σε στεγαστικό πρόβλημα και σε αύξηση των μισθωτικών αξιών ακινήτων για κύρια κατοικία.
Ακόμη και τα πρόσφατα -κατά βάση περιοριστικού και προσωρινού χαρακτήρα -‘’μέτρα’’ που ανακοινώθηκαν εκ μέρους της κυβέρνησης για την συγκράτηση του φαινομένου, δείχνουν παντελώς αδύναμα να αντιμετωπίσουν την ανεξέλεγκτη πορεία της βραχυχρόνιας μίσθωσης, με τις όποιες ολέθριες κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις, καθώς το όφελος που απορρέει για τους ιδιοκτήτες ακινήτων από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις έναντι των μακροχρόνιων είναι πολλαπλάσιο. Και όσο οι ρυθμοί επέκτασης της βραχυχρόνιας μίσθωσης θα αυξάνονται τόσο θα μειώνεται (για λόγους μικροπολιτικής οπτικής) η πραγματική βούληση της κυβέρνησης να κάνει τις τομές που πρέπει για να επέλθει μια ισορροπία στην αγορά των καταλυμάτων με όρους ισονομίας απέναντι στον ξενοδοχειακό κλάδο και την βραχυχρόνια μίσθωση.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα οι θέσεις των συλλογικών οργάνων του κλάδου της φιλοξενίας είναι κάθετες: η Πολιτεία οφείλει να θεσπίσει μέτρα ελέγχου της αγοράς απέναντι στους ανεξέλεγκτη και άνευ ρυθμιστικού πλαισίου επέκταση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ώστε να μετριαστεί ο κοινωνικός, οικονομικός και περιβαλλοντικός αντίκτυπος και να μην κινδυνεύσει από συρρίκνωση ένας κλάδος με υψηλό πολλαπλασιαστή και με τεράστια συμβολή στο ΑΕΠ, στο εισόδημα και την απασχόληση. Οφείλει η Πολιτεία να θεσπίσει άμεσα λειτουργικές προδιαγραφές και προδιαγραφές ασφαλείας, αλλά και ένα εργαλείο ελέγχου τήρησης του πλαισίου αυτού, ώστε η εν λόγω δραστηριότητα να αναπτύσσεται προς όφελος του κλάδου συνολικά.
(*) Ο Δρ. Κων/νος Μαρινάκος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων