Σοβαρές κατηγορίες για διοίκηση επιχείρησης εντός της οποίας γινόταν εμπόριο αλκοολούχων ποτών, βάρυναν κατά την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική έλληνα διαχειριστή του ξενοδοχείου New Washington Hotel στη ομώνυμη αμερικανική μεγαλούπολη. Παρόλ’ αυτά, ο έλληνας ομογενής κατάφερε να πείσει τα δικαστήρια της εποχής ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν έφερε καμία ευθύνη για τη διακίνηση και εμπορία αλκοόλ στο ξενοδοχείο του.
Η ποτοαπαγόρευση διήρκησε στις ΗΠΑ την περίοδο από το 1920 έως το 1933, όταν κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.
Παρά το γεγονός ότι η περιοχή της Ουάσιγκτον, η οποία είναι γνωστή ως Trent Alley, ήταν γεμάτη μπαρ, οι τοπικές εφημερίδες καθημερινά έδιναν στη δημοσιότητα ατέλειωτες λίστες με παραβάσεις του νόμου από ιδιοκτήτες επιχειρήσεων οι οποίοι παρά την απαγόρευση πωλούσαν ποτά. Τα δικαστήρια δε, κατακλίζονταν από κατηγορούμενους οι οποίοι πωλούσαν αλκοόλ για να μπορέσουν να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους.
Στο ισόγειο του ξενοδοχείου New Washington Hotel, βρίσκονταν καταστήματα λιανικού εμπορίου και οι δύο πρώτοι όροφοι του μέτριου μεγέθους κτιρίου που κτίστηκε το 1901 ήταν ένα μέρος που προσέφερε οικονομική φιλοξενία στους εμπόρους της πόλης κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Η αστυνομία της πόλης Spokane, λίγο έξω από την Ουάσιγκτον, άρχισε να κάνει «εφόδους» μεταξύ 1929 και 1930, με αποτέλεσμα να συλληφθούν για πώληση αλκοόλ, μεταξύ άλλων, και πολλοί έλληνες μετανάστες. Συνήθης περίπτωση ήταν ο εντοπισμός μερικών μπουκαλιών στοιβαγμένων μέσα σε ντουλάπα ή σε βαλίτσα σε κάποιο από τα δωμάτια. Σε μία από τις εφόδους αυτές, βρέθηκε δωμάτιο όπου κάποιος φανερά χρησιμοποιούσε ως το σημείο όπου γέμιζε, με χωνί, μπουκάλια με αλκοολούχα ποτά. Στα ποτά προσέθεταν μάλιστα και καμμένη ζάχαρη προκειμένου να του δώσουν το χρώμα που έχει του ουίσκι. Τα μπουκάλια αυτά πωλούνταν στους δρόμους έναντι 2 δολαρίων το καθένα.
Ως αποτέλεσμα των επιδρομών της αστυνομίας, απαγγέλθηκαν κατηγορίες στον διαχειριστή του ξενοδοχείου, Bill Brumas (το πραγματικό του όνομα ήταν Βασίλιας Αθανάσιος) για συμμετοχή στην παρανομή δραστηριότητα, εφόσον ήταν επικεφαλής της διοίκησης ενός μέρους όπου πωλούνταν αλκοόλ. Ο ίδιος, μετά την καταδίκη του, έκανε ένσταση ισχυριζόμενος ότι οι αστυνομικοί εντόπισαν το αλκοόλ μόνο μέσα στα δωμάτια και όχι αλκοόλ που βρισκόταν στην κατοχή του. Η αστυνομία από την πλευρά της υποστήριζε ότι τα δωμάτια αναφέρονταν ενοικιασμένα σε άτομα με φανταστικά ονόματα και ότι ο Brumas όφειλε να γνωρίζει τι συνέβαινε στο ξενοδοχείο του. Τελικά, η καταδίκη ανεστράφη.
Σε προηγούμενες εφόδους της αστυνομίας, οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, Nicolas, James και Joe Arvas, είχαν καταδικαστεί για συμμετοχή στην παράνομη δραστηριότητα και φυλακίστηκαν. Το Μάρτιο του 1933, ένας ομοσπονδιακός δικαστής διέταξε το σφράγισμα του ξενοδοχείου αλλά και άλλων φθηνών καταλυμάτων της περιοχής, με την αιτιολογία ότι προκαλούσαν όχληση του κοινού.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, κυρώθηκε η 21η τροπολογία, η οποία ανασκεύαζε την 18η βάζοντας τέλος στην ποτοαπαγόρευση. Τη δεκαετία του 1940, το κτίριο όπου στεγαζόταν το ξενοδοχείο μετετράπη σε Como Apartments και σήμερα είναι χωρισμένο σε πολυκατοικίες.
Δείτε το ξενοδοχείο τότε και σήμερα…