Eμπορικές πρακτικές που ενδέχεται να περιορίζουν τον ανταγωνισμό εντόπισε η τελική έκθεση τομεακής έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Έτσι, παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θέσει ως στόχο την επιβολή των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ στις αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου και έχει ήδη οδηγήσει τις εταιρείες να επανεξετάσουν τις πρακτικές τους.
Η Επίτροπος κ. Μαγκρέιτε Βέστεϊγιερ, αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού, δήλωσε: «Ορισμένες πρακτικές των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στις αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου ενδέχεται να περιορίζουν τον ανταγωνισμό, διότι περιορίζουν αδικαιολόγητα τον τρόπο με τον οποίο τα προϊόντα διανέμονται σε ολόκληρη την ΕΕ. Η έκθεσή μας επιβεβαιώνει τη συγκεκριμένη διαπίστωση. Οι εν λόγω περιορισμοί θα μπορούσαν να περιορίσουν τις επιλογές των καταναλωτών και να αποκλείσουν τις χαμηλότερες τιμές στο Διαδίκτυο. Συγχρόνως, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ανάγκη εξισορρόπησης των συμφερόντων τόσο των διαδικτυακών εταιρειών λιανικής πώλησης όσο και των «συμβατικών» εταιρειών λιανικής πώλησης. Τα πάντα προς όφελος των καταναλωτών. Οι διαπιστώσεις μας μάς βοηθούν να θέσουμε ως στόχο την επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ στις αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου».
Ένας από τους κύριους σκοπούς της στρατηγικής για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Επιτροπής αφορά τη διασφάλιση, προς όφελος των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, καλύτερης πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες. Η τομεακή έρευνα για το ηλεκτρονικό εμπόριο συμπληρώνει τις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής για το συγκεκριμένο θέμα. Στόχος της τομεακής έρευνας ήταν να επιτρέψει στην Επιτροπή να εντοπίσει πιθανά προβλήματα ανταγωνισμού στις ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου.
Η έκθεση που δημοσιεύεται σήμερα παρουσιάζει τις οριστικές διαπιστώσεις της Επιτροπής, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν σχετικά με την προκαταρκτική έκθεση του Σεπτεμβρίου του 2016 και επιβεβαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της έκθεσης.
Τα διδάγματα που αποκομίστηκαν από την τομεακή έρευνα θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να θέσει ως στόχο την επιβολή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΕ στις ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου, καθώς και να δρομολογήσει περαιτέρω αντιμονοπωλιακές έρευνες. Τον Φεβρουάριο του 2017 η Επιτροπή είχε ήδη ξεκινήσει τρεις ξεχωριστές έρευνες με αντικείμενοτα καταλύματα διακοπών, τη διανομή βιντεοπαιχνιδιών προσωπικού υπολογιστή και τις τιμολογιακές πρακτικές σχετικά με ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης που ενδέχεται να περιορίζουν τον ανταγωνισμό.
Επιπλέον, η τομεακή έρευνα οδήγησε τις εταιρείες να επανεξετάσουν τις εμπορικές πρακτικές τους, με δική τους πρωτοβουλία. Αυτό θα βοηθήσει τους καταναλωτές να προβαίνουν ευκολότερα σε διασυνοριακές αγορές προϊόντων και να επωφελούνται από τις χαμηλότερες τιμές και το μεγαλύτερο εύρος επιλογής εταιρειών λιανικής πώλησης. Η Επιτροπή έχει υπόψη της και χαιρετίζει το γεγονός ότι οι εταιρείες του τομέα της ένδυσης – Mango (ανήκει στην Punto Fa), Oysho και Pull & Bear (αμφότερες ανήκουν στην Inditex), και Dorothy Perkins και Topman(αμφότερες ανήκουν στην Arcadia) – καθώς και άλλοι τομείς λιανικής πώλησης (η εταιρεία παραγωγής μηχανών καφέ De Longhi και η εταιρεία κατασκευής φωτογραφικού εξοπλισμούManfrotto) έχουν επανεξετάσει τις πρακτικές τους.
Η συνεπής ερμηνεία των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ για τις πρακτικές που αφορούν το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι καθοριστικής σημασίας για τις επιχειρήσεις κατά τη χάραξη των στρατηγικών διανομής που εφαρμόζουν εντός της ΕΕ. Με βάση τις διαπιστώσεις της τομεακής έρευνας, η Επιτροπή θα διευρύνει τον διάλογο με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού για την επιβολή της νομοθεσίας σχετικά με το ηλεκτρονικό εμπόριο με σκοπό την επίτευξη του εν λόγω στόχου. Η βελτίωση της επιβολής της νομοθεσίας από πλευράς Επιτροπής θα παράσχει επίσης καθοδήγηση στους άμεσα ενδιαφερομένους για τις ειδικές πρακτικές σχετικά με το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Καταναλωτικά αγαθά
Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου την τελευταία δεκαετία και, ιδίως, η βελτίωση της διαφάνειας των τιμών και του ανταγωνισμού των τιμών στο Διαδίκτυο, είχε σημαντικές επιπτώσεις στις στρατηγικές διανομής των εταιρειών και στη συμπεριφορά των καταναλωτών. Tα τελικά αποτελέσματα της τομεακής έρευνας υπογραμμίζουν τις ακόλουθες τάσεις της αγοράς:
-Μεγάλο ποσοστό κατασκευαστών αποφάσισαν την τελευταία δεκαετία να πωλούν τα προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές μέσω των δικών τους καταστημάτων επιγραμμικής λιανικής πώλησης, ανταγωνιζόμενοι συνεπώς ολοένα και περισσότερο τους διανομείς τους.
-Η αυξημένη χρήση συστημάτων επιλεκτικής διανομής, μέσω των οποίων τα προϊόντα μπορούν να πωλούνται αποκλειστικά από προεπιλεγμένους εξουσιοδοτημένους πωλητές, παρέχει στους κατασκευαστές τη δυνατότητα να ελέγχουν καλύτερα τα δίκτυα διανομής τους, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα της διανομής, αλλά και την τιμή.
-Αυξημένη επιβολή περιορισμών βάσει σύμβασης για τον καλύτερο έλεγχο της διανομής του προϊόντος. Ανάλογα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική, οι εν λόγω περιορισμοί μπορούν να λαμβάνουν διάφορες μορφές, όπως τιμολογιακοί περιορισμοί, απαγορεύσεις διάθεσης σε αγορές (πλατφόρμες), περιορισμοί όσον αφορά τη χρήση εργαλείων σύγκρισης τιμών και αποκλεισμός από τα δίκτυα διανομής των αμιγώς επιγραμμικών εταιρειών.
Ορισμένες από τις εν λόγω πρακτικές μπορεί να δικαιολογούνται, παραδείγματος χάριν προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα διανομής των προϊόντων. Ωστόσο, άλλες πρακτικές ενδέχεται να αποτρέπουν αδικαιολόγητα τους καταναλωτές από το να επωφεληθούν από μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων που διατίθενται στο ηλεκτρονικό εμπόριο και χαμηλότερες τιμές και, ως εκ τούτου, δικαιολογούν την ανάληψη δράσης από την Επιτροπή για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ.
Ψηφιακό περιεχόμενο
Τα αποτελέσματα της τομεακής έρευνας επιβεβαιώνουν ότι η δυνατότητα χορήγησης αδειών από τους κατόχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας περιεχομένου είναι απαραίτητη για τους παρόχους ψηφιακού περιεχομένου και αποτελεί σημαντικό παράγοντα που καθορίζει το επίπεδο ανταγωνισμού στην αγορά.
Στην έκθεση επισημαίνονται ορισμένες πρακτικές αδειοδότησης που μπορούν να δυσχεράνουν την εμφάνιση νέων επιγραμμικών επιχειρηματικών μοντέλων και υπηρεσιών. Κατά την αξιολόγηση των εν λόγω πρακτικών αδειοδότησης βάσει των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά της βιομηχανίας ψηφιακού περιεχομένου.
Μία από τις κύριες διαπιστώσεις της τομεακής έρευνας είναι ότι σχεδόν το 60% των παρόχων ψηφιακού περιεχομένου που συμμετείχαν στην έρευνα συμφώνησαν με τους κατόχους δικαιωμάτων, βάσει σύμβασης, να εφαρμόζουν «γεωγραφικό αποκλεισμό».
Οι πάροχοι περιεχομένου μπορούν να εφαρμόζουν γεωγραφικό αποκλεισμό για αντικειμενικά δικαιολογημένους λόγους, όπως η αντιμετώπιση θεμάτων ΦΠΑ ή η εφαρμογή ορισμένων νομικών διατάξεων δημοσίου συμφέροντος. Η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει νομοθεσία για να διασφαλίσει ότι οι καταναλωτές που επιθυμούν να αγοράσουν προϊόντα και υπηρεσίες σε άλλη χώρα της ΕΕ, είτε επιγραμμικά είτε αυτοπροσώπως στο κατάστημα, δεν υφίστανται διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβαση σε τιμές, πωλήσεις ή όρους πληρωμής, εκτός αν αυτό δικαιολογείται αντικειμενικά για ειδικό λόγο. Η Επιτροπή υπέβαλε επίσης προτάσεις σχετικά με τον εκσυγχρονισμό των κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας της ΕΕ προκειμένου να ενισχύσει σημαντικά τη διασυνοριακή πρόσβαση σε διαδικτυακό οπτικοακουστικό περιεχόμενο, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η εδαφική εκμετάλλευση οπτικοακουστικού περιεχομένου για το μοντέλο χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα. Αμφότερες οι προτάσεις βρίσκονται επί του παρόντος υπό διαπραγμάτευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Οποιαδήποτε επιβολή ανταγωνισμού σε σχέση με τον γεωγραφικό αποκλεισμό θα πρέπει να βασίζεται σε κατά περίπτωση εκτίμηση, η οποία θα περιλαμβάνει επίσης ανάλυση των λόγων που ενδεχομένως δικαιολογούν τους περιορισμούς που εντοπίστηκαν.
Η Επιτροπή δρομολόγησε τομεακή έρευνα για το ηλεκτρονικό εμπόριο τον Μάιο του 2015 στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την ψηφιακή ενιαία αγορά. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή συγκέντρωσε στοιχεία από σχεδόν 1 900 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο ηλεκτρονικό εμπόριο καταναλωτικών αγαθών και ψηφιακού περιεχομένου, και εξέτασε αναλυτικά περίπου 8 000 συμβάσεις διανομής και αδειοδότησης.