Το σύστημα εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ / EES) στη διαχείριση εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, φάκελος προτεραιότητας που προσδιορίζεται στην Κοινή Δήλωση σχετικά με νομοθετικές προτεραιότητες για το 2017, έλαβε την πολιτική στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα.
Στο εν λόγω σύστημα που προτάθηκε από την Επιτροπή τον Απρίλιο 2016, θα καταχωρίζονται δεδομένα εισόδου και εξόδου των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Αυτό θα επιτρέψει την καλύτερη εποπτεία των εγκεκριμένων σύντομων διαμονών, τον εντοπισμό ατόμων που παρατείνουν παράνομα την επιτρεπόμενη παραμονή τους και τον συνολικό εκσυγχρονισμό της διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Όπως επαναλαμβάνεται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22-23 Ιουνίου 2017, το σύστημα εισόδου/εξόδου, μαζί με το ευρωπαϊκό σύστημα πληροφοριών και άδειας ταξιδίου (ETIAS), θα συμβάλει στην ενίσχυση του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων και της εσωτερικής ασφάλειας.
Ο πρώτος Aντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Φρανς Τίμερμανς δήλωσε σχετικά: «Επιδοκιμάζουμε την πολιτική στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Τώρα πρέπει να προωθήσουμε τον εκσυγχρονισμό της διαχείρισης των συνόρων της ΕΕ και την ενίσχυση της ασφάλειας για τους πολίτες μας.»
Ο Eπίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος δήλωσε σχετικά: «Μετά την καθιέρωση συστηματικών ελέγχων όλων των ταξιδιωτών που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και την επιτυχή έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που θα καταστήσει τα εξωτερικά μας σύνορα και εξυπνότερα και ασφαλέστερα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την κινητικότητα.»
Ο Eπίτροπος για την Ένωση Ασφάλειας κ. Τζούλιαν Κινγκ, δήλωσε τα εξής: «Το σύστημα εισόδου/εξόδου θα ενισχύσει την εσωτερική μας ασφάλεια καθιστώντας τα εξωτερικά σύνορα ισχυρότερα και, ως εκ τούτου, φέρνοντάς ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξη πλήρους διαλειτουργικότητας των συστημάτων πληροφοριών της ΕΕ έως το 2020.
Οι συζητήσεις σχετικά με την πρόταση θα συνεχιστούν τώρα μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σε τεχνικό επίπεδο. Το τελικό κείμενο θα πρέπει στη συνέχεια, να εγκριθεί επισήμως και από τους δύο συννομοθέτες.