Το Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (DIHK) διενήργησε, προσφάτως, δύο δημοσκοπήσεις, στις οποίες συμμετείχαν 350 σύμβουλοι- εμπειρογνώμονες των γερμανικών επιμελητηρίων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εν λόγω δημοσκοπήσεων, περισσότερα από τα μισά επιμελητήρια της χώρας αναμένουν να εγγραφούν λιγότερες, ή σημαντικά λιγότερες, νέες επιχειρήσεις στις περιοχές αρμοδιότητάς τους, μέχρι τα τέλη 2020. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα ότι μόλις το 8% εξ αυτών αναμένει ότι ο αριθμός αύξησης των νεοσύστατων επιχειρήσεων μετά βίας θα καταφέρει να διατηρηθεί στα ίδια, με την προ κορωνοϊού εποχή, επίπεδα.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Προέδρου του DIHK, κ. Schweitzer η πανδημία θα σημάνει μια σημαντική οπισθοδρόμηση για την επιχειρηματικότητα στη Γερμανία το 2020.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του DIHK, βασικό συμπέρασμα των δημοσκοπήσεων είναι ότι το κλείσιμο ή ο περιορισμός των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και η μείωση της ζήτησης που είχε ως απότοκά του η υγειονομική κρίση, καθιστούν επί του παρόντος σχεδόν αδύνατη τη σύσταση νέων επιχειρήσεων κυρίως σε τομείς, οι οποίοι επλήγησαν σφόδρα, όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές και η παροχή υπηρεσιών.
Επιπρόσθετα το 70% των νεοσύστατων επιχειρήσεων θεωρεί ότι το κράτος οφείλει να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια επιβίωσης τους και γι’ αυτό το λόγο προτείνουν ως πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή την άμεση άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων. Αυτό περιλαμβάνει τη συνεπή χρήση της ψηφιοποίησης, προκειμένου να είναι γίνεται η ομαδοποίηση αναφορών και εγκρίσεων ίδρυσης γρήγορα και αποτελεσματικά. Επιπλέον, οι εταιρείες χρειάζονται καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Σύμφωνα με τον κ. Schweitzer ο μόνος τρόπος για να προωθηθούν επιτυχώς καινούριες και πρωτοποριακές ιδέες σε μία οικονομία, όπως αυτή της Γερμανίας στην τρέχουσα περίοδο είναι ο εξής: τα 2 δισ. ευρώ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης πρέπει να διατεθούν άμεσα και ισότιμα σε καινοτόμες νεοφυείς επιχειρήσεις όλων των ομόσπονδων κρατιδίων. Στην αντίπερα όχθη οι ίδιες οι εταιρείες είναι απαραίτητο να ενισχύσουν το μετοχικό τους κεφάλαιο, έτσι ώστε να μην καταρρεύσουν και να μπορέσουν να συνεχίσουν να επενδύουν σε καινοτόμες ιδέες.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, η πλειοψηφία των γερμανικών επιμελητηρίων θεωρεί ότι η γερμανική οικονομία είναι μια ανοιχτή οικονομία και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο. Χάρη στη συμμετοχή της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), η Γερμανία εισπράττει ετήσια κέρδη 55 δισ. ευρώ και αποτελεί μία από τις χώρες οι οποίες επωφελούνται περισσότερο.
Πάνω από τα ¾ των εταιρειών - μελών των γερμανικών επιμελητηρίων οι οποίες δραστηριοποιούνται εκτός χώρας εντοπίζουν ήδη τις επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού στη δική τους επιχείρηση, δεδομένου ότι αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τις κρίσεις παρελθόντων ετών, έχουν πληγεί περισσότερο από ποτέ οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, βασικός πυλώνας του διεθνούς εμπορίου. Οι νέοι κανόνες στις μετακινήσεις φυσικών προσώπων και εμπορευματικών μεταφορών επιβάλλουν την προσαρμογή των επιχειρήσεων τους σε μία νέα καθημερινότητα. Χωρίς αυτή η επιβίωσή τους κρίνεται αμφίβολη.
Το 96% των γερμανικών επιμελητηρίων που συμμετείχαν στις δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν τη σημασία της ψηφιοποίησης των διαδικασιών και των επιχειρηματικών δράσεων. Το 90% δηλώνει επίσης ότι τα αρμόδια γερμανικά υπουργεία οφείλουν να επεξεργάζονται συνεχώς τα νέα δεδομένα και να προσαρμόζονται στη ψηφιακή εποχή.
Σε ερώτηση του DIHK στα επιμελητήρια αναφορικά με το ποιο θέμα φαίνεται να απασχόλησε εντονότερα τα μέλη τους κατά το α΄ εξάμηνο του 2020, η συντριπτική πλειοψηφία, ήτοι το 99% εξ αυτών, απήντησε ότι οι περιορισμοί των ταξιδιών ήταν ένα πραγματικά ανυπέρβλητο εμπόδιο.
Αναφορικά με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον οι περισσότερες γερμανικές εταιρείες φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα από την κατάσταση που διαμορφώνεται εξαιτίας των εμπορικών διενέξεων ανάμεσα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, καθώς και τις συνακόλουθες συνέπειες των επιβαλλόμενων δασμών από πλευράς ΗΠΑ και ΕΕ για τις παράνομες επιδοτήσεις στις υποθέσεις Airbus-Boeing. Οι συνεχείς αλλαγές, αφενός στα ποσοστά των επιβαλλόμενων δασμών και αφετέρου στα προϊόντα τα οποία περιλαμβάνονται στις σχετικές λίστες, δημιουργούν για πάνω από ένα έτος έντονη ανασφάλεια στις επιχειρήσεις, και γι’ αυτόν το λόγο το 45% των γερμανικών επιμελητηρίων θεωρεί ότι οι διαβουλεύσεις ανάμεσα σε ΕΕ και ΗΠΑ πρέπει να συνεχιστούν, ενώ θεωρεί σημαντικό ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η ΕΕ προωθούν ισότιμους όρους ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο.
Η κρίση της πανδημίας που είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο των συνόρων διατάραξε σημαντικά και για ένα μακρύ χρονικό διάστημα τις αλυσίδες εφοδιασμού (π.χ. απαγορεύσεις εξαγωγής ιατρικού προστατευτικού εξοπλισμού). Επιπλέον, οι διαμορφούμενες εμπορικές διενέξεις μεταξύ χωρών όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα τείνουν να επιταχύνουν τάσεις όπως ο προστατευτισμός. Αυτό θα σημάνει για τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού διαρθρωτικά προβλήματα και νομική αβεβαιότητα. Το αποτέλεσμα θα είναι υψηλότερα κόστη, περισσότερα σημεία συμφόρησης στην παραγωγή και μεγαλύτεροι χρόνοι παράδοσης.
Καταληκτικά η αναφορά επί των δημοσκοπήσεων που πραγματοποίησε το DHIK, αναφέρει ότι η κρίση του κορωνοϊού μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το εφαλτήριο επιτάχυνσης θετικών εξελίξεων στο διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών (π.χ. ψηφιοποίηση των υπηρεσιών πιστοποίησης για το εξωτερικό εμπόριο). Ενθαρρυντικό είναι το στοιχείο της έρευνας ότι το 50% των γερμανικών εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνται εκτός συνόρων, θεωρεί ότι υπάρχει περιθώριο ανάκαμψης.
*Τα στοιχεία προέρχονται από έκθεση του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Βερολίνο.