Το 2019, οι ξένοι επενδυτές υπολογίζεται ότι εξαγόρασαν 94.046 κατοικίες στην Ισπανία.
Οι μεγαλύτεροι ξένοι επενδυτές ακινήτων της Ισπανίας είναι οι Βρετανοί, καθώς εξαγόρασαν το 14% του συνόλου για το αναφερθέν έτος. Παράλληλα, μεγάλη συμμετοχή έχουν κάτοικοι των γειτονικών χωρών, Γαλλία και Μαρόκο καθώς και από Γερμανία. Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν οι κάτοικοι Ρουμανίας και Ιταλίας, με τους πρώτους να αποτελούν τη μεγαλύτερη μειονότητα της χώρας. Η συνολική αξία των αγορών έφθασε τα 15,456 δις ευρώ και περίπου το 86% αφορούσε την αγορά. Οι αλλοδαποί δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση για την απόκτηση κατοικιών στις Βαλεαρίδες και Κανάριες Νήσους καθώς και την Κοινότητα της Βαλένθια.
Πάντως η πανδημία επηρέασε αρνητικά αρνητικά και τον κλάδο των ακινήτων. Σημαντική επίπτωση αποτελεί και το γεγονός της στασιμότητας των αλλοδαπών επενδυτών, καθώς υπολογίζεται ότι οι ξένες επενδύσεις σε ακίνητα στην Ισπανία έχουν μειωθεί εξαιτίας της αβεβαιότητας. Η μεγάλη πλειοψηφία τονίζει ότι το 2021 η αγορά δεν θα έχει προλάβει να ανακάμψει στα επίπεδα προ πανδημίας.
Να σημειωθεί ότι η εμπειρία και οι αλλαγές στην καθημερινότητα που επέφερε η πανδημία καθώς και ο αυστηρός κατ’ οίκον περιορισμός μεταβάλλει σημαντικά και τις ανάγκες των νοικοκυριών για ακίνητα. Επομένως, δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι, μετά τη συνεχή παραμονή στην οικία τους, θα αποφασίσουν να αλλάξουν κατοικία ακόμα και περιοχή, προκειμένου να ζήσουν σε οικίες με περισσότερο φως, που θα τους προσφέρουν μεγαλύτερο χώρο αλλά επίσης θα διαθέτουν μπαλκόνι κ.α.
Παράλληλα, η ανάπτυξη της τηλεργασίας μπορεί να αυξήσει τη ζήτηση για σπίτια με περισσότερα δωμάτια, προκειμένου το ένα από αυτά να χρησιμοποιείται και ως επαγγελματικό γραφείο. Δεν είναι λίγοι βέβαια αυτοί οι οποίοι δεδομένης της τηλεργασίας αποφάσισαν να αφήσουν τα σπίτια που είχαν στο κέντρο των πόλεων ή κοντά στον χώρο εργασίας τους, προκειμένου να μετακινηθούν σε προάστια μεγάλων πόλεων. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, υπολογίζεται ότι η ζήτηση για ακίνητα σε προαστιακές περιοχές στη Μαδρίτη έχει αυξηθεί κατά 18%.
Η πιθανότητα βραχυχρόνιας συνέχισης πτώσης των τιμών είναι και αυτή που επικρατεί μεταξύ της πλειοψηφίας των αναλυτών. Συγκεκριμένα, η αύξηση της ανεργίας και οι συνολικές επιπτώσεις στην ισπανική οικονομία αναμένεται να μειώσουν το εισόδημα των νοικοκυριών και της καταναλωτικής τους εμπιστοσύνης. Επιπλέον, εξαιτίας της ανάγκης για ρευστότητα από ορισμένους ιδιώτες, η παροχή ακινήτων είναι πιθανό να αυξηθεί ακόμη και εάν οι τιμές βρίσκονται ιδιαίτερα χαμηλότερα από ότι πριν από την πανδημία.
Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η μείωση των τουριστικών ροών που αναγκάζουν ιδιοκτήτες, οι οποίοι παλαιότερα διέθεταν τα σπίτια τους για βραχυχρόνια εκμίσθωση σε τουρίστες, να τα διαθέσουν για μακροχρόνια εκμίσθωση, μειώνοντας σημαντικά την τιμή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στα κέντρα τουριστικών πόλεων, όπου και η προσφορά ενοικίασης ακινήτων αυξήθηκε σημαντικά, με τις τιμές να παρουσιάζουν μείωση. Μία ερώτηση την οποία προσπαθούν να απαντήσουν αναλυτές του κλάδου είναι σε ποιο έτος θα επιστρέψει σε επίπεδα προ κρίσεως, σε περίπτωση που τα ενοίκια και οι τιμές αγοράς ακινήτων μειωθούν.
Αυτό σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τη συνέχεια της κατάστασης της πανδημίας και του συνόλου της οικονομίας. Παρόλα αυτά, πολλοί τονίζουν ότι η ύφεση του κλάδου δεν θα είναι παρόμοια με την κρίση που βίωσε το 2008 και η ανάκαμψή του δεν θα αργήσει να έρθει. Ορισμένοι εκτιμούν ότι η επιστροφή δεν θα προκύψει έως και το 2024, ωστόσο άλλοι αναλυτές είναι πιο αισιόδοξοι. Επιπλέον, τα επιτόκια στεγαστικών δανείων βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα, το οποίο μπορεί να ωφελήσει την ταχεία ανάπτυξη του κλάδου. Άλλοι αναλυτές σημειώνουν ότι η κρίση θα είναι ιδιαίτερα βραχυχρόνια, ιδιαίτερα για τις κεντρικές περιοχές των πόλεων, αφού η ζήτηση θα συνεχίσει να είναι υψηλή και πολλές κατοικίες θα διατίθενται για βραχυχρόνια εκμίσθωση.
Τέλος, μπορεί να παρατηρείται μείωση των τιμών, παρόλα αυτά τα ακίνητα δεν έχουν πληγεί τόσο σημαντικά όσο άλλοι τομείς της οικονομίας. Για την ακρίβεια, παρουσιάζουν σημαντική αντίσταση σε σύγκριση με τη μεγάλη πτώση τιμών.