Κατά 15,5% αυξήθηκε το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, μετά από δύο συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης (-2,5% το πρώτο και -19,8% το δεύτερο), σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Στατιστικής Υπηρεσίας της χώρας.
Το αποτέλεσμα αποτυπώνει τη χαλάρωση των μέτρων περιορισμού που είχαν ληφθεί τους προηγούμενους μήνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη συνακόλουθη επανεκκίνηση της οικονομίας. Ωστόσο, το ΑΕΠ περιορίστηκε κατά 9,7% σε σχέση με το επίπεδό του στο τέλος του 2019, ενώ συγκρινόμενο με αυτό του αντίστοιχου περσινού τριμήνου, είναι χαμηλότερο κατά 9,6%.
Η ανάκαμψη το τρίτο τρίμηνο ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη, καθώς η σταδιακή άρση των περιορισμών αντιμετώπισης της πρώτης φάσης της πανδημίας είχε οδηγήσει σε μερική επανεκκίνηση της οικονομίας ήδη από το Μάιο. Ωστόσο, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει το δεύτερο κύμα εφαρμόζοντας νέα περιοριστικά μέτρα και, κατά περίπτωση ανά αποκεντρωμένη διοίκηση, καθολικά απαγορευτικά, αναμένεται ότι η δραστηριότητα θα συρρικνωθεί εκ νέου το δ’ τρίμηνο.
Αναλυτικά, το γ’ τρίμηνο οι υπηρεσίες κατέγραψαν αύξηση 14,2%, μετά από ιστορική υποχώρηση 19,2% το β’ τρίμηνο, με το αποτέλεσμα πάντως να υπολείπεται κατά 10% του τέλους του 2019. Μεγαλύτερη συνεισφορά είχαν οι υπηρεσίες χονδρικού και λιανικού εμπορίου και επισκευής οχημάτων, εξέλιξη που οφείλεται στην άρση του περιορισμού λειτουργίας εκθέσεων αυτοκινήτων, καταστημάτων λιανικής εκτός τροφίμων, κλπ. Η παραγωγή αυξήθηκε κατά 14,3% και οι κατασκευές κατά 41,7%, από -16,3% και -35,7%, αντίστοιχα, το β’ τρίμηνο. Παραμένουν πάντως σε επίπεδο χαμηλότερο σε σχέση με αυτό του δ’ τριμήνου 2019 (κατά 6,3% η παραγωγή και 11,5% οι κατασκευές).
Η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 18,3%, παραμένοντας κατά 12,4% χαμηλότερη από αυτήν του δ’ τριμήνου 2019. Αύξηση 7,8% κατέγραψε και η κρατική δαπάνη για προϊόντα και υπηρεσίες, κυρίως υγείας και εκπαίδευσης.
Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 15,1%, μετά από μείωση 21,6% το προηγούμενο τρίμηνο, έχοντας περιοριστεί κατά 10,6% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Το εμπορικό ισοζύγιο ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ εμφανίζεται πλεονασματικό κατά 0,9%, ή κατά 2,5%, εξαιρουμένων των συναλλαγών πολύτιμων μετάλλων, που εμφανίζουν σημαντική αστάθεια. Οι εισαγωγές πάντως αυξήθηκαν ταχύτερα από τις εξαγωγές (18,6% έναντι 5,7%).
Εξάλλου, η ανεργία αυξήθηκε σε 4,8% από 4,1% το β’ τρίμηνο, καθώς οι εργοδότες προέβησαν σε απολύσεις εν όψει ολοκλήρωσης, τον Οκτώβριο, του προγράμματος στήριξης της εργασίας, που τελικά παρατάθηκε μέχρι και το Μάρτιο 2021. Ισχυρότερα επλήγη η ηλικιακή ομάδα 16-24, στην οποία το επίπεδο ανεργίας ανήλθε σε 14,6% από 12,9% το προηγούμενο τρίμηνο.
Τέλος, το ποσοστό του πληθωρισμού σε δωδεκάμηνη βάση μέχρι το Σεπτέμβριο ήταν 0,7%.
Λίγες μέρες νωρίτερα, στην Έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική, η Τράπεζα της Αγγλίας (ΤτΑ) αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την επίπτωση της πανδημίας στην οικονομία, εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 11% το 2020, έναντι 9,5% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη. Η δραστηριότητα θα καθυστερήσει περισσότερο να επανέλθει στο προ πανδημίας επίπεδο, ορόσημο που τώρα τοποθετείται το πρώτο τρίμηνο του 2022. Η ΤτΑ αναμένει ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης 7,25% το 2021, 6,25% το 2022 και 1,75% το 2023 (η προηγούμενη πρόβλεψη ήταν για 9% το 2021 και 3,5% το 2022).
Χάρη στα μέτρα στήριξης της εργασίας, η ΤτΑ αναμένει ότι το 2020 η επίπτωση της πανδημίας στην ανεργία θα είναι ηπιότερη από όσο είχε αρχικά προβλέψει. Η εκτίμηση για το 2020 αναθεωρήθηκε στο 6,25% από 7,5%, ενώ για το 2021 αναμένεται αύξηση σε 6,75% πριν αρχίσει να υποχωρεί από το 2022 (5% το 2022 και 4,25% το 2023).
Η προσωρινή περικοπή του ΦΠΑ στις δραστηριότητες τουρισμού και φιλοξενίας και οι χαμηλές τιμές πετρελαίου διεθνώς διατηρούν χαμηλά τον πληθωρισμό το 2020, με την ΤτΑ να προβλέπει ότι ο δείκτης θα περιοριστεί στο 0,5% φέτος (από 0,25% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση), ενώ το 2021 αναμένεται να ανέλθει στο επίπεδο – στόχο του 2% και να το διατηρήσει για τα επόμενα δύο χρόνια.
Η ΤτΑ επισημαίνει για μία ακόμα φορά τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας των προβλέψεών της, τις οποίες βασίζει, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση ότι η οικονομική δραστηριότητα θα επηρεαστεί βραχυπρόθεσμα αρνητικά από τόσο από την πανδημία, όσο και από τον προσωρινό περιορισμό του εμπορίου, λόγω της προσαρμογής των επιχειρήσεων στη νέα εταιρική σχέση με την ΕΕ.
Από την αρχή της πανδημίας, η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΑ έλαβε σειρά μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Στην τελευταία της συνεδρίαση, ψήφισε ομόφωνα για τη διατήρηση του βασικού επιτοκίου στο 0,1%. Αποφασίστηκαν ακόμα η διατήρηση του στόχου αγοράς εταιρικών τίτλων επενδυτικού βαθμού εκτός του χρηματοοικονομικού τομέα σε ύψος 20 δισ. λιρών και η επιπλέον αγορά κρατικών ομολόγων ύψους 150 δισ. λιρών, που ανεβάζει το απόθεμα κρατικών ομολόγων της ΤτΕ σε 875 δισ. λίρες.
Η στήριξη της ΤτΑ είναι καθοριστική, καθώς ο καθαρός δανεισμός του δημόσιου τομέα το πρώτο εξάμηνο του οικονομικού έτους 2020-21 (Απρίλιος - Σεπτέμβριος 2020) ανήλθε σε 208,5 δισ. λίρες, 174,5 δισ. παραπάνω από το ίδιο διάστημα πέρυσι και 51 δισ. παραπάνω από το συνολικό δανεισμό του οικονομικού έτους 2009-10 στο απόγειο της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το καθαρό χρέος ανήλθε το Σεπτέμβριο σε 2,06 τρισ., δηλαδή 103,5% του ΑΕΠ, το υψηλότερο επίπεδο από το 1959-60.