Η ολλανδική οικονομία το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου κατέγραψε αύξηση 7,7% μετά την απότομη πτώση του δεύτερου τριμήνου.
Ο επικεφαλής της Στατιστικής Υπηρεσίας δήλωσε ότι μετά την «άνευ προηγουμένου καταστροφή» στο δεύτερο τρίμηνο, σημειώθηκε «ενθαρρυντική ανάκαμψη» το τρίτο τρίμηνο. Αν και ιστορικά είναι ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης που έχει σημειωθεί στην χώρα, ακολούθησε την μεγαλύτερη πτώση που έχει ποτέ καταγραφεί. Προσέθεσε δε, ότι το τέταρτο τρίμηνο ενδέχεται να είναι επίσης απογοητευτικό ως αποτέλεσμα ενός νέου κύματος περιοριστικών μέτρων. Πρόκειται για την «μεγαλύτερη κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Γενικότερα η Ολλανδία έχει καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με άλλες χώρες. Το ΑΕΠ της Ολλανδίας συνολικά μειώθηκε κατά 2,5% σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την πανδημία ενώ στην ΕΕ ο μέσος όρος συρρίκνωσης της οικονομίας ήταν 4%, στην Σουηδία 5% και στο Ηνωμένο Βασίλειο 10%. Αυτό, κατά τον επικεφαλής της Στατιστικής Υπηρεσίας, αποδίδεται στο γεγονός ότι α) η Ολλανδία δεν έχει βιώσει ένα πλήρες απαγορευτικό, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, β) η ολλανδική κυβέρνηση υποστήριξε γενναιόδωρα την οικονομία ούτως ώστε οι εταιρείες να μην έχουν καταρρεύσει και οι πολίτες να μην έχουν χάσει τις δουλειές τους και γ) παρά την κρίση, η εσωτερική κατανάλωση αυξήθηκε.
Επιπλέον, ο Υπουργός Οικονομικών Wopke Hoekstra ανέφερε ότι «τα σχήματα στήριξης της κυβέρνησης συνέβαλαν σημαντικά στην ταχεία ανάκαμψη». Ο ρυθμός ανάπτυξης της Ολλανδίας το τρίτο τρίμηνο ήταν καλύτερος από το αναμενόμενο και τούτο οφείλεται στον «έξυπνο τρόπο εφαρμογής περιοριστικών μέτρων» από την πλευρά της κυβέρνησης. Επιπλέον, η κυβερνητική υποστήριξη έχει εφαρμοστεί πιο αποτελεσματικά στην Ολλανδία από ό,τι σε άλλες χώρες.
Η ανάκαμψη του τρίτου τριμήνου αποδίδεται και στην δομή της οικονομίας. Η Ολλανδία εξάγει σχετικά περισσότερα αγαθά από υπηρεσίες και η παραγωγή αγαθών έχει ανακάμψει πολύ πιο γρήγορα. Ο τουριστικός τομέας, ο οποίος επλήγη περισσότερο, είναι σχετικά μικρός . Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 3,9% το τρίτο τρίμηνο, αλλά οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 10,6%.
Στον αντίποδα, αναλυτές της τράπεζας ING θεωρούν απογοητευτική την αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας κατά το τρίτο τρίμηνο δεδομένου ότι δημιουργήθηκαν μεν 169.000 νέες θέσεις εργασίας, ωστόσο πολύ λιγότερες από τις 296.000 θέσεις εργασίας που χάθηκαν το δεύτερο τρίμηνο. Η αύξηση της απασχόλησης πραγματοποιήθηκε κυρίως στον τομέα ξενοδοχείων/εστίασης ωστόσο πολλές από αυτές τις θέσεις εργασίας πιθανότατα έχουν ήδη χαθεί ξανά.