Η Κυβέρνηση της Ισπανίας κατάφερε, πρόσφατα, να υπερψηφίσει τους Γενικούς Προϋπολογισμούς για το 2021.
Οι εν λόγω Προϋπολογισμοί είναι οι πρώτοι που υπερψηφίζονται από το 2018, καθώς πολιτικές αναταράξεις δεν επέτρεπαν στις προηγούμενες Κυβερνήσεις να έχουν τη στήριξη της Βουλής για τους Προϋπολογισμούς που παρουσίαζαν. Ως αποτέλεσμα, το κράτος λειτουργεί έως και το τρέχον έτος με τους Προϋπολογισμούς του 2018, οι οποίοι, δεδομένων των πολιτικών συνθηκών στην Ισπανία εκείνη την περίοδο, είχαν ψηφιστεί κατά τη διάρκεια του 2018.
Οι Προϋπολογισμοί αυτοί σχεδιάστηκαν με σκοπό την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας στη χώρα, αφού η ισπανική οικονομία έχει πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή οικονομία. Για το λόγο αυτό, είναι και οι πιο δαπανηροί, σε κοινωνικές πολιτικές, Προϋπολογισμοί στην ιστορία της χώρας, καθώς οι κρατικές δαπάνες αυξάνονται κατά 10% σε σύγκριση με τις δαπάνες για το 2020 και φθάνουν τα 239,765 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι οι εν λόγω Προϋπολογισμοί θα αποδεσμεύσουν και τα πρώτα 27 δισ. ευρώ της Ισπανίας από την ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Επισημαίνεται ότι η Τράπεζα της Ισπανίας έχει ασκήσει κριτική στους συγκεκριμένους Προϋπολογισμούς, καθώς θεωρεί ότι οι προβλέψεις της Κυβέρνησης είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες και δεν συνάδουν με την πραγματικότητα και τους σοβαρούς κινδύνους στους οποίους εκτίθεται η ισπανική οικονομία. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ισπανίας εκτιμά ότι η μείωση του ΑΕΠ για το 2020 θα είναι 12,6% ενώ η ανεργία θα συνεχίσει σε επίπεδα άνω του 20% και το 2022.
Προειδοποιεί επίσης για τις αυξημένες δαπάνες και τη σημαντική αύξηση του ελλείμματος και του χρέους της χώρας, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την οικονομία κυρίως σε μακροχρόνιο πλαίσιο. Εξάλλου, υπολογίζει ότι τα έσοδα του κράτους θα είναι μικρότερα από αυτά που προβλέπει η Κυβέρνηση. Πέραν αυτών, αρνητική είναι η στάση της Κεντρικής Τράπεζας για την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των συντάξεων κατά 0,9% καθώς δε συμβαδίζει με τον τρέχων πληθωρισμό, ούτε λαμβάνει υπόψιν την αύξηση της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα, σημειώνει ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να αυξηθούν οι φόροι φυσικών προσώπων ούτε για την εφαρμογή νέων, όπως ο φόρος επί των ψηφιακών υπηρεσιών, γνωστός και ως φόρος Google.
Να σημειωθεί ότι για Έρευνα και Ανάπτυξη και ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα θα δοθούν συνολικά 12,344 δισ. ευρώ. Στον τομέα της βιομηχανίας θα δοθούν 5,69 δισ. ευρώ για την αύξηση της παραγωγικότητας, την ψηφιοποίηση και τη μετάβαση προς μία πιο οικολογική βιομηχανία, ενώ στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον τουρισμό δίνονται 1,3 δισ. ευρώ. Για τις υποδομές δίνονται 11,527 δισ. ευρώ.