Η οικονομική δραστηριότητα στο Βέλγιο αναμένεται να μειωθεί κατά 6,7% το 2020, λόγω των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της πανδημίας σύμφωνα με έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας.
Η κάμψη είναι λιγότερο σοβαρή από ό, τι αρχικά είχε εκτιμηθεί, αλλά είναι ωστόσο τριπλάσια από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009. Η βελγική οικονομία ανακάμπτει σταδιακά μετά την σημαντική ύφεση λόγω της πανδημίας, αλλά το έλλειμμα του προϋπολογισμού παραμένει υψηλό.
Με βάση την υπόθεση ότι μια αποτελεσματική ιατρική λύση θα εφαρμοστεί το 2021 θα παρατηρηθεί σταδιακή ανάκαμψη άνω του 3% για τα ακόλουθα δύο χρόνια, κυρίως λόγω της αυξημένης κατανάλωσης των νοικοκυριών. Από την άλλη πλευρά, η ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων θα διαρκέσει περισσότερο και η μείωση στις εξαγωγές θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την ανάπτυξη σε ολόκληρη την περίοδο που εξετάζεται.
Η υγειονομική κρίση έχει επίσης αντίκτυπο στην αγορά εργασίας: περίπου 100.000 θέσεις εργασίας αναμένεται να χαθούν μέχρι το φθινόπωρο του 2021. Το δημόσιο έλλειμμα θα αυξηθεί σε περισσότερο από 10% του ΑΕΠ το 2020 και θα παραμείνει επίσης υψηλά στη συνέχεια. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα φθάσει ξανά στο επίπεδο πριν από την κρίση έως τα τέλη του 2022. Η οικονομική ανάκαμψη θα επιτευχθεί κυρίως από κατανάλωση των νοικοκυριών, η οποία αναμένεται να αυξηθεί ξανά καθώς θα χαλαρώσουν οι περιορισμοί. Στο αποκορύφωμα της κρίσης, η απώλεια εισοδήματος των νοικοκυριών ήταν περιορισμένη χάρη στα μαζικά μέτρα στήριξης, όπως το σύστημα προσωρινής ανεργίας. Επιπλέον, κατά την περίοδο 2021-2023, η κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη θα πρέπει να αυξηθεί ξανά, κατά 4% σε σωρευτικούς όρους. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά ένα τέταρτο κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους και είναι πιθανό να αποδειχθεί πιο δύσκολο να ανακάμψουν σύντομα. Επιπλέον, η συμβολή των καθαρών ροών στην ανάπτυξη παραμένει αρνητική: οι εκροές αναμένεται να αυξηθούν περισσότερο από τις εισροές, ιδίως με τη σταδιακή επιστροφή στις κανονικές τουριστικές ροές και την αργή ανάκαμψη των εξαγωγών.
Το συνολικό δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, υπολογίζεται να φτάσει περίπου 116.1% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους. Βέβαια η αύξηση της μέσης διάρκειας του χρέους σε περισσότερα από 10 χρόνια, κατά μέσο όρο, το έχει καταστήσει ανθεκτικό και έχει παρόμοια μέση διάρκεια με αυτό των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το 2020, δεδομένου ότι η οικονομική ύφεση θα είναι μικρότερη από το -10,5% που αρχικά εκτιμήθηκε τον περασμένο Ιούλιο, συνεπάγεται ότι το δημόσιο έλλειμμα θα φτάσει σε 35 δισ. ευρώ έναντι 44 δισ. ευρώ που αρχικά αναμενόταν.
Οι τράπεζες φαίνεται ότι προετοιμάζονται για σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες θα παραμείνουν σε θέση να διατηρήσουν τη λειτουργία χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, οι αρχές έχουν λάβει μια σειρά μέτρων. Σε μικρο-προληπτικό επίπεδο, επιτρέπεται στις τράπεζες να χρησιμοποιούν μέρος των αποθεμάτων ασφαλείας και ρευστότητας που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Σε μακρο-προληπτικό επίπεδο, η National Bank of Belgium ενεργοποίησε το αντικυκλικό buffer (CCyB), δημιουργώντας επιπλέον χώρο για τις τράπεζες να ανταποκριθούν στη ζήτηση πιστώσεων.
Συνοψίζοντας η Κεντρική Τράπεζα σημειώνει ότι οι προβλέψεις μπορεί να μεταβληθούν εάν η πορεία της επιδημίας διαφοροποιηθεί σε σχέση με το αναμενόμενο σενάριο αλλά και την πορεία του Brexit όπου οι επιπτώσεις μέχρι στιγμής δεν μπορούν να αποτιμηθούν δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποια συμφωνία.