Το 2020 το πραγματικό ΑΕΠ της Ελβετίας μειώθηκε κατά 2,9%, δηλαδή συρρικνώθηκε περισσότερο σε σχέση με το 2009, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης (-2,1%)ω σύμφωνα με τα πρώτα διαθέσιμα προσωρινά αποτελέσματα.
Μόνο η πετρελαϊκή κρίση του 1975 επέφερε μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ στην Ελβετία. Η πρώτη συνολική εκτίμηση για το έτος αναφέρει πως επλήγη ιδιαίτερα ο τομέας των υπηρεσιών, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε με ιστορικό ρυθμό, αλλά οι μειώσεις στον δευτερογενή τομέα και στις εξαγωγές απέβησαν λιγότερα έντονες, απ’ότι στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2009.
Αιτίες για την ηπιότερη, σχετικά με άλλες χώρες, επίπτωση της πανδημίας στην οικονομία της Ελβετίας αποτελούν:
α) τα δομικά χαρακτηριστικά της ελβετικής οικονομίας (μικρή συμμετοχή του τουρισμού, μεγάλο το βάρος της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας),
β) το ραγδαία αναπτυσσόμενο ελβετικό διεθνές διαμετακομιστικό εμπόριο (διεθνείς αγοραπωλησίες αγαθών - κυρίως πρώτες ύλες και ενδοομιλικές συναλλαγές με φαρμακευτικά προϊόντα, δίχως αυτά να περιέρχονται εντός ελβετικής επικράτειας), χωρίς την ύπαρξη του οποίου εκτιμάται πως το ΑΕΠ θα ήταν περαιτέρω μειωμένο κατά 1,5%,
γ) η άμεση λήψη των κρατικών μέτρων στήριξης σε επιχειρήσεις, εργοδότες και ελεύθερους επαγγελματίες, κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, και
δ) η «συγκρατημένη» λήψη και εφαρμογή περιοριστικών υγειονομικών μέτρων από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, κατά την εμφάνιση του δεύτερου κύματος.
Να σημειωθεί ότι κατά το δ΄ τρίμηνο 2020 η εντυπωσιακή ανάκαμψη του προηγούμενου τριμήνου (+7,6%) επιβραδύνθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα η αύξηση του ελβετικού ΑΕΠ να ανέλθει μόνο σε 0,3% έναντι του προηγούμενου τριμήνου. Οι τομείς των υπηρεσιών που επηρεάστηκαν άμεσα από τα περιοριστικά υγειονομικά μέτρα παρουσίασαν σημαντικές απώλειες. Σε άλλους τομείς η ανάκαμψη συνεχίστηκε. Συνολικά, το δεύτερο κύμα της πανδημίας είχε σημαντικά μικρότερο αντίκτυπο στην οικονομία, έως το τέλος του 2020, απ’ ότι το πρώτο κύμα την περασμένη άνοιξη. Παρ’όλα αυτά, οι επιπτώσεις του δεύτερου κύματος συνεχίζουν να επιβαρύνουν την οικονομία και κατά το τρέχον α΄ τρίμηνο του 2021. Η διεθνής ταξιδιωτική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε σημαντικά, γεγονός που άσκησε πίεση στον τουρισμό. Συνεπεία της φθίνουσας κινητικότητας του πληθυσμού, μειώθηκε ο τομέας των μεταφορών και των επικοινωνιών (-0,5%), όπως και εκείνος των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών (‑0,7%), όμως πολύ λιγότερο, απ’ ότι την άνοιξη του 2020.