Η ισχυρή οικονομική κρίση, που επέφερε η πανδημία, προκάλεσε συρρίκνωση της ισπανικής οικονομίας, κατά 10,8% το 2020 σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας.
Παράλληλα, υπήρξε δραματική αύξηση των δημοσίων δαπανών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες στις οικογένειες, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την οποία η Τράπεζα της Ισπανίας υπολογίζει σε ποσό άνω των 61 δισ. ευρώ, ή 5,5% του ΑΕΠ, για τα έτη 2020-2023.
H ισπανική τραπεζική οντότητα θεωρεί ότι τα χρήματα, που δαπανήθηκαν, αύξησαν τις δημόσιες δαπάνες, κατά περίπου 3,5 μονάδες του ΑΕΠ, το προηγούμενο φορολογικό έτος, δηλαδή επρόκειτο για ένα ποσό της τάξεως των 40 δισ, το οποίο προήλθε κυρίως από την πληρωμή των επιδομάτων αναστολής εργασίας και την παύση της επαγγελματικής δραστηριότητας. Συνολικά, η μεγαλύτερη ζημία στον ισπανικό προϋπολογισμό προέκυψε το 2020, όταν και πρακτικά, η ισπανική οικονομία παρέμεινε κλειστή για περίπου 3 μήνες.
Με σχετικούς υπολογισμούς, η Τράπεζα της Ισπανίας θεωρεί ότι οι δαπάνες για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, το 2021, θα είναι της τάξεως του 1,4% του ΑΕΠ και περί τα 16 δισ. ευρώ. Όσον αφορά τα έτη 2022 και 2023, η πρόβλεψή της είναι ότι οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας θα δημιουργούν ένα συμπληρωματικό κόστος 0,2-0,3 μονάδων του ΑΕΠ, και ότι, επομένως, η Ισπανία δεν θα ξεπεράσει οριστικά την κρίση, έως τα μέσα του 2023.
Εξαιτίας αυτής της αύξησης στις δημόσιες δαπάνες, η Τράπεζα της Ισπανίας υπολογίζει ότι το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2020 θα είναι το 10,5% του ΑΕΠ, δηλαδή θα υπάρχει ένα έλλειμμα, ύψους 11 εκατ. ευρώ, νούμερο ιστορικά υψηλό. Για τα επόμενα έτη, έως το 2023 προβλέπει σταδιακή μείωση, που θα ξεκινήσει από το 7,7% του ΑΕΠ αυτή τη χρονιά και θα φθάσει το 4,4% το 2023.