Παρά την πανδημία η Γαλλία κατέκτησε και το 2020 την 1η θέση ως η πλέον ελκυστική ευρωπαϊκή χώρα για τους διεθνείς επενδυτές σύμφωνα με στοιχεία του ετήσιου βαρομέτρου της εταιρείας συμβούλων Ernst & Young.
Η χώρα κατέγραψε 985 αποφάσεις για ξένες επενδύσεις στην επικράτειά της το 2020, αντιπροσωπεύοντας περισσότερες από 30.000 θέσεις εργασίας, με ιδιαίτερα θετική επίδραση στην περιφέρεια, καθώς το 40% εγκαταστάθηκε σε πόλεις με λιγότερους από 20.000 κατοίκους.
Ωστόσο, το χάσμα μειώνεται με τους δύο παραδοσιακούς της αντιπάλους. Με 975 αποφάσεις ξένων επενδύσεων στην επικράτειά του το 2020, το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθεί πολύ κοντά στη 2η θέση, παρά το γεγονός ότι η περασμένη χρονιά χαρακτηρίστηκε από την αβεβαιότητα που σχετίζεται με το Brexit. Η Γερμανία βρίσκεται στην 3η θέση με 930 επενδυτικές αποφάσεις.
Εν μέσω των συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, τα επενδυτικά έργα εμφάνισαν σημαντική πτώση κατά το 2020, με την τάση να είναι πιο έντονη στη Γαλλία, όπου σημειώθηκε μείωση κατά 18%, έναντι 13% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη. Βέβαια, όπως σημειώνει η μελέτη, το 2019 ήταν μια χρονιά ρεκόρ για τη Γαλλία, η οποία έχει να επιδείξει πολύ σημαντική βελτίωση, καθώς το 2015 ο αριθμός των επενδυτικών έργων (598) που υποδέχθηκε η χώρα ήταν σχεδόν το ήμισυ εκείνων που κατευθύνθηκαν στο Ην. Βασίλειο (1.065).
Σε ένα πλαίσιο αυξημένου ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών για την προσέλκυση κεφαλαίων, φαίνεται ότι το γαλλικό σχέδιο ανάκαμψης και τα μέτρα στήριξης που αυτό περιλαμβάνει έπαιξαν σημαντικό ρόλο υπέρ της Γαλλίας, με την πλειονότητα των 200 επικεφαλής ξένων ομίλων που ερωτήθηκαν από την ΕΥ, να θεωρούν ότι οι προβλέψεις του σχεδίου είναι εξίσου ή περισσότερο αποτελεσματικές από εκείνες άλλων χωρών.
Σε επίπεδο τομέων, τις περισσότερες επενδύσεις προσέλκυσαν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την υγεία, τη στέγαση (έπιπλα, ενέργεια, νερό, απόβλητα) και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Από την άλλη πλευρά, οι βιομηχανίες που πλήττονται από την πανδημία, όπως η αεροναυτική, η αυτοκινητοβιομηχανία και ο τουρισμός, δεν συγκέντρωσαν ιδιαίτερο επενδυτικό ενδιαφέρον. Σημαντικές ήταν οι μειώσεις των επενδυτικών έργων που κατεγράφησαν μεταξύ των σημαντικότερων χωρών προέλευσης των επενδύσεων προς τη Γαλλία. Το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω του Brexit, και η Κίνα, λόγω της απόφασης του Πεκίνου να περιορίσει τις επενδύσεις των εταιρειών του στο εξωτερικό, είναι οι χώρες που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη μείωση στα έργα τους, κατά 40%. Οι ΗΠΑ, που κατέχουν την 1η θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών στη Γαλλία, εμφάνισαν επίσης μείωση κατά 18%.
Οι επικεφαλής των ξένων ομίλων δεν προβλέπουν επιστροφή στην ομαλότητα πριν από το 2022. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μελέτη, το 44% από αυτούς προέβλεπε μείωση των έργων τους κατά το τρέχον έτος και το 14% αναβολή των αποφάσεων. Όσον αφορά τη μετεγκατάσταση δραστηριοτήτων στη Γαλλία, ένα θέμα που ενδιαφέρει έντονα τη γαλλική Κυβέρνηση, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι να το εξετάσουν, αλλά μόνο το 18% σκοπεύει να το πράξει μέσα στους επόμενους μήνες.
Από τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε η γαλλική Κυβέρνηση, ορισμένες (όπως η μείωση των φόρων παραγωγής, η μείωση του φόρου των επιχειρήσεων και των κοινωνικών χρεώσεων) φαίνεται να συντελούν θετικά στην προσέλκυση νέων επενδύσεων. Από την άλλη πλευρά, το βάρος του δημόσιου χρέους και των δημόσιων δαπανών, καθώς και η πιθανότητα κοινωνικών αντιδράσεων σε περαιτέρω προσπάθειες μεταρρύθμισης, αποτελούν πηγή ανησυχίας για τους επικεφαλής των ξένων επιχειρήσεων, σχετικά με τη δέσμευση της χώρας να συνεχίσει τις προσπάθειές της για βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, αλλά και να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του τεχνολογικού και περιβαλλοντικού μετασχηματισμού. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί, ότι η πιθανότητα μιας πολιτικής αλλαγής μετά τις προεδρικές εκλογές του 2022 δεν εμφανίζεται να ανησυχεί πραγματικά τους ερωτηθέντες.