Ριζικές είναι οι μεταρρυθμίσεις που εισάγονται στην εργατική νομοθεσία της Ισπανίας.
Πλέον, όλες οι συμβάσεις εργασίας θα είναι αορίστου χρόνου, εκτός δύο περιπτώσεων: για λόγους έκτακτης αύξησης της παραγωγής ή αντικατάστασης εργατικού προσωπικού και πρακτικής άσκησης σπουδαστών και πτυχιούχων.
Η πρώτη περίπτωση αφορά δύο υποπεριπτώσεις, την απρόσμενη και προσωρινή αυξημένη παραγωγή από την επιχείρηση, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από το υπάρχον προσωπικό, ενώ περιλαμβάνουν και την κάλυψη εργαζομένων σε διακοπές. Η διάρκεια της σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων αυξημένης ανάγκης του τομέα, με την οποία η σύμβαση μπορεί να φθάνει έως και τους 12 μήνες. Εφόσον δεν συμπληρώνεται η μέγιστη διάρκεια, μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά, χωρίς, όμως, να μπορεί να την ξεπεράσει.
Η δεύτερη υποπερίπτωση αναφέρει ελλείψεις προσωπικού, οι οποίες όμως είναι προβλέψιμες και πολύ μικρής διάρκειας, όπως κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων ή της Black Friday. Σε αυτήν την περίπτωση, οι επιχειρήσεις, επίσης, μπορούν να προσλάβουν εργαζομένους ορισμένου χρόνου, εφόσον υπάρχει έλλειψη προσωπικού, για μέγιστο 90 ημερών κάθε έτος, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων, που είναι απαραίτητοι για εκείνες τις ημέρες για την πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων, που πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση.
Παράλληλα, εφόσον ένας εργαζόμενος έχει απασχοληθεί 18 μήνες συνεχόμενους ή μη, για την ίδια θέση εργασίας, στην ίδια επιχείρηση ή τον ίδιο όμιλο για δύο ή περισσότερες συμβάσεις, θα θεωρείται συμβασιούχος αορίστου χρόνου. Με την προηγούμενη μεταρρύθμιση, αορίστου χρόνου γίνονταν οι απασχολούμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου, για 24 μήνες, τους τελευταίους 30 μήνες.
Όσον αφορά την ολοκλήρωση έργων, η μεταρρύθμιση συμπεριλαμβάνει συμβάσεις ορισμένου χρόνου, έως το τέλος της υλοποίησης κατασκευαστικών έργων. Ωστόσο, η επιχείρηση ή ο όμιλος είναι υποχρεωμένοι να ανανεώσουν τη σύμβαση του εργαζόμενου για άλλο έργο ή σε άλλο τμήμα και να του προσφέρουν την απαραίτητη εκπαίδευση, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο. Από την πλευρά τους, οι επιχειρηματικοί οργανισμοί έβαλαν ως όρο ότι η σύμβαση θα μπορεί να διακοπεί, εφόσον ο εργαζόμενος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις παρά την εκπαίδευση που έλαβε, καθώς και εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις εργασίας σε έργα που πραγματοποιούνται στην ίδια γεωγραφική περιοχή.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την εκπαίδευση του εργαζόμενου ή τη δοκιμαστική περίοδο. Η συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνει δύο υποκατηγορίες: κατά τη διάρκεια των σπουδών για όσους δεν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους και κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης για τους πτυχιούχους. Στην πρώτη υποκατηγορία μπορούν να συμπεριληφθούν άτομα έως και 30 ετών (έναντι της ηλικίας 25 ετών με τη μεταρρύθμιση του 2012) και αφορά περιόδους μεταξύ τριών μηνών και δύο ετών. Σε αυτήν την περίπτωση, ο ασκούμενος οφείλει να έχει έναν μέντορα κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης.
Η δεύτερη υποκατηγορία που αφορά πτυχιούχους, περιορίζεται σε μέγιστη διάρκεια ενός έτους (έναντι δύο με τη μεταρρύθμιση του 2012), ενώ το ποσοστό που θα προσλαμβάνεται θα καθορίζεται από τις συμφωνίες του κάθε τομέα. Στην εν λόγω κατηγορία, ως μέγιστη περίοδος για την έναρξη της άσκησης ορίζεται η τριετία από την αποφοίτηση. Επιπροσθέτως, θεσμοθετείται η επιλογή της σταθερής μη-συνεχόμενης εργασίας, που αφορά συμβάσεις αορίστου χρόνου, όμως για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια εργασίας ανά έτος.
Συγκεκριμένα, στην εν λόγω κατηγορία ανήκουν οι εργαζόμενοι, που δραστηριοποιούνται σε εργασίες, οι οποίες εκ φύσεως είναι περιοδικές.
Το Υπουργείο Εργασίας προέβη σε αύξηση των προστίμων σε περίπτωση αθέτησης των ανωτέρω από τις επιχειρήσεις, με το μέγιστο πρόστιμο να αυξάνεται στα 10.000 ευρώ έναντι 7.500, που έθετε η μεταρρύθμιση του 2012. Επιπλέον, σημαντική διαφορά από το 2012 αποτελεί το γεγονός ότι πλέον το πρόστιμο θα αφορά κάθε εμπλεκόμενο εργαζόμενο. Οι εμπλεκόμενοι εργαζόμενοι θα μετατρέπονται σε εργαζόμενους αορίστου χρόνου, ενώ για κάθε εργαζόμενο, που απολύεται σε διάστημα μικρότερο του ενός μηνός, οι επιχειρήσεις θα πληρώνουν 27 ευρώ.
Συλλογικές εργατικές διαπραγματεύσεις με επιχειρήσεις
Πλέον, οι συλλογικές εργατικές διαπραγματεύσεις με τις επιχειρήσεις μεταβάλλονται προς όφελος των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, η μεταρρύθμιση του 2012 ανέφερε ότι, εφόσον οι συμφωνίες μεταξύ εργατών και επιχειρήσεων έληγαν, η ισχύς τους μπορούσε να παραταθεί για ένα έτος ακόμη, εφόσον δεν υπήρχε νέα συμφωνία. Με τη νέα αυτή μεταρρύθμιση, η υπάρχουσα συμφωνία συνεχίζει να υφίσταται, έως να υπάρξει νεότερη, χωρίς να τίθεται μέγιστο χρονικό διάστημα ισχύος της.
Επιπροσθέτως, σημαντική αλλαγή θεωρείται και η κατάργηση της υπερβολικής μείωσης κόστους από την επιχείρηση, μέσω μείωσης των μισθών, προκειμένου να είναι πιο ανταγωνιστική. Πλέον, μία επιχείρηση δεν θα μπορεί να κάνει χρήση της συγκεκριμένης πρακτική, καθώς οι μισθοί θα πρέπει να συμβαδίζουν με τους μισθούς του τομέα που έχουν συμφωνηθεί.
Υιοθέτηση του μοντέλου αναστολής εργασίας
Ιδιαίτερης σημασίας για τη διατήρηση της εργασίας είναι η νέα μορφή αναστολής εργασίας, που υιοθετείται στη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση και προέρχεται από τη σύμβαση αναστολής εργασίας (ERTE), που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψιν τη σπουδαιότητα της εν λόγω πολιτικής για την Ισπανία και ιδιαίτερα σε τομείς, όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές, βαρύνουσας σημασίας για την εθνική οικονομία, τόσο η Κυβέρνηση, τα εργατικά σωματεία και ιδιαίτερα η Ισπανική Συνομοσπονδία Επιχειρηματικών Οργανισμών (CEOE) συμπεριέλαβαν την εν λόγω πολιτική για τυχόν μελλοντικές οικονομικές ή κλαδικές κρίσεις.
Τονίζεται ότι η CEOE, κρατάει έντονη στάση και αναμονή για το τελικό κείμενο, ιδίως για το εν λόγω σημείο, για το οποίο έχουν εκφράσει αμφιβολίες ορισμένα από τα κόμματα που υπερψήφισαν τους Προϋπολογισμούς.
Η συγκεκριμένη πολιτική θα έχει ονομασία Mecanismo Red και αναγνωρίζει βοήθειες στις επιχειρήσεις, όσον αφορά τις εργατικές εισφορές καθώς και τη χρηματοδότηση για την εκπαίδευση εργαζομένων. Οι εκπτώσεις, που θα δοθούν, θα εξαρτηθούν από ένα σύνολο παραγόντων και θα είναι μεταξύ 20% και 90%. Όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας μέσω των ERTE, έτσι και στον μηχανισμό αυτό, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να προσφέρουν εκπαίδευση στους εργαζομένους, καθώς και να διατηρήσουν τον εργαζόμενο για τουλάχιστον έξι μήνες, ενώ οι εργαζόμενοι θα λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση για τη διάρκεια που θα βρίσκονται υπό αυτό το καθεστώς.
Οίκοθεν νοείται ότι προκειμένου να εγκριθεί ο εν λόγω μηχανισμός, ο κλάδος ή η επιχείρηση θα πρέπει να βρίσκεται σε κρίση και θα απαιτείται η έγκριση Υπουργικού Συμβουλίου για την παροχή βοήθειας.
Τέλος, ο νέος εργασιακός νόμος απαγορεύει τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων, οι οποίες ίσχυαν με την τελευταία νομοθεσία για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους.
Ιδιαίτερα όσον αφορά το πρώτο και σημαντικότερο σημείο της νέας μεταρρύθμισης, δηλαδή τη μείωση της περιοδικότητας της εργασίας στην Ισπανία, η επίτευξη του στόχου είναι ύψιστης σημασίας για την αγορά εργασίας της χώρας. Τα τελευταία έτη έχει γίνει προσπάθεια για τη μείωση του φαινομένου αυτού, χωρίς όμως αποτέλεσμα, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ζητά συνεχώς τη λύση του προβλήματος. Αναλυτικότερα, τα τελευταία στοιχεία φανερώνουν την ένταση της περιοδικότητας αφού κατά τον Νοέμβριο, μία στις τέσσερις συμβάσεις που υπογράφηκαν, αφορούσαν περίοδο εργασίας μικρότερης της εβδομάδας.
Η Ισπανία έχει τη μεγαλύτερη περιοδικότητα εργασίας στην Ε.Ε., με το ποσοστό της να ξεπερνά, κατά 11,1%, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Χαρακτηριστικό βέβαια της Ισπανίας είναι ότι οι συμβάσεις περιορισμένου χρόνου αφορούν και τον δημόσιο τομέα και μάλιστα σε ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό, το οποίο βαίνει αυξανόμενο τα τελευταία έτη.
Αντίθετα, το ποσοστό του ιδιωτικού τομέα είναι μικρότερο, ενώ βαίνει ελαφρώς μειωμένο τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την Eurostat, η περιοδικότητα αφορά το 24,7% των εργαζομένων στην Ισπανία, ενώ ο αριθμός των συμβάσεων ορισμένου χρόνου αυξάνεται κάθε έτος από το 2013. Ο δημόσιος τομέας απασχολούσε το 19% με παρόμοιες συμβάσεις το 1ο τρίμηνο του 2013, ενώ το τρίτο τρίμηνο του 2021, το ποσοστό αυτό έχει φθάσει σε ιστορικό υψηλό, 31,6%. Για τον ιδιωτικό τομέα, το υψηλότερο ποσοστό 36,1% σημειώθηκε το 2006 και έκτοτε έχει μειωθεί στο 24,6%.