Ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την έναρξη της απεργίας των μεταφορέων στην Ισπανία, οδήγησαν σε ισχυρή πίεση της διατροφικής αλυσίδας των τροφίμων, καθώς εντός του περασμένου μήνα, ακολούθησαν μεγάλες αυξήσεις τόσο στις πωλήσεις όσο και στις τιμές των προϊόντων υψηλής κατανάλωσης.
Σύμφωνα με έρευνα της συμβουλευτικής Kantar, υπολογίστηκε ότι από τις 7 έως τις 20 Μαρτίου, οι πωλήσεις προϊόντων διατροφής και προσωπικής υγιεινής αυξήθηκαν, κατά 12,9%, σε αξία και κατά 11,9% σε όγκο, σε σχέση με την ίδια χρονική περίοδο του προηγούμενου έτους. Αυτό το γεγονός οφείλεται στη γενικευμένη αβεβαιότητα, που δημιουργήθηκε στον πληθυσμό της χώρας, λόγω του πληθωρισμού, της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των ιδιαίτερων καταστάσεων, όπως ο πόλεμος και η προαναφερόμενη απεργία.
Οι αυξήσεις στο επίπεδο των τιμών επηρέασαν τόσο τους παραγωγούς όσο και τους διανομείς, με τους τελευταίους να προσπαθούν ανεπιτυχώς να τις απορροφήσουν, αφού κατά το διάστημα της έρευνας, παρατηρήθηκε μέση αύξηση των τιμών, ύψους 5%. Ακόμη και αλυσίδες, όπως οι Lidl και Mercadona, που γενικά έχουν μεγάλη αντοχή στις αυξήσεις, οδηγήθηκαν σε πιο υψηλά επίπεδα τιμών.
Να σημειωθεί ότι τα προϊόντα, που αντιμετώπισαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις, συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά ήταν το λάδι (+303%), τα μακαρόνια (+183%), το ρύζι (+181%) και το γάλα (+145%). Λόγω της αυξημένης ζήτησης αυτών των προϊόντων τις τελευταίες εβδομάδες, ήδη παρατηρούνται ελλείψεις στα ράφια των σουπερμάρκετ στην Ισπανία. Με βάση έρευνα που διεξήγαγε η συμβουλευτική Nielsen, οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για γάλα και συναφή προϊόντα αυξήθηκαν, κατά 50%, την εβδομάδα, που ξεκίνησε η απεργία (μεταξύ 4 και 20 Μαρτίου), για τα προϊόντα ξηράς τροφής διαπιστώθηκε άνοδος της τάξης 21,3%, ενώ για τα κονσερβοποιημένα προϊόντα κατά 19%. Μικρότερη αύξηση δαπανών (ύψους 5,5%) σημειώθηκε στα φρέσκα προϊόντα, αν και οι δαπάνες για αυγά, ψωμί και κρέας εμφάνισαν σημαντική άνοδο. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με μελέτη της γνωστής, επίσης συμβουλευτικής, McKinsey, το 48% των Ισπανών (4% περισσότεροι σε σχέση με το 2021) δήλωσε ότι θα προσπαθήσει να βρει τρόπους να αποταμιεύσει χρήματα το 2022, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη άγγιξε το 42% (9% μεγαλύτερο σε σχέση με το προηγούμενο έτος).
Οι πληροφορίες προέρχονται από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Μαδρίτης.