Η Παγκόσμια Κατάταξη Ανταγωνιστικότητας του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάπτυξης Διοίκησης, με έδρα στη Λοζάνη Ελβετίας, (Institute for Management Development, IMD) αξιολογεί, σε ετήσια βάση, την ευημερία και την ανταγωνιστικότητα 63 οικονομιών σε διάφορες περιοχές του κόσμου.
Η αξιολόγηση βασίζεται σε τέσσερις μεγάλους τομείς - οικονομικές επιδόσεις, κυβερνητική αποτελεσματικότητα, επιχειρηματική αποτελεσματικότητα και υποδομές - οι οποίοι αναλύονται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.
Aναφορικά με την Ισπανία, η σταδιακή αλλά συνεχής οικονομική ανάκαμψη, μετά την ιστορική κατάρρευση του ΑΕΠ στον απόηχο της πανδημίας, οδήγησε τη χώρα να ανακτήσει τρεις θέσεις, στην 34η έκδοση της παγκόσμιας κατάταξης ανταγωνιστικότητας, που καταρτίζει ετησίως το IMD. Η Ισπανία κατατάσσεται πλέον στην 36η θέση μεταξύ των 63 οικονομιών που εξετάστηκαν, σε σύγκριση με την 39η θέση στην περυσινή κατάταξη. Η ανάκαμψη του τουριστικού τομέα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο αυτή, σύμφωνα με το Κέντρο Ανταγωνιστικότητας του IMD. Η βελτίωση της συνολικής κατάταξης είναι αποτέλεσμα των καλύτερων οικονομικών επιδόσεων σε σχέση με πέρυσι, ιδίως όσον αφορά την αύξηση του ΑΕΠ, καθώς και την αύξηση των εξαγωγών εμπορικών υπηρεσιών, των διεθνών επενδύσεων και της απασχόλησης, σύμφωνα με τους αναλυτές του κέντρου.
Ακόμη, επισημαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικές βελτιώσεις, αν και σε μικρότερο βαθμό, στις τεχνολογικές και επιστημονικές υποδομές, καθώς και στα μέτρα για την υγεία και το περιβάλλον. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων φαίνεται κάπως στάσιμη, σε σύγκριση με το 2021, ιδίως στις περιπτώσεις των δημόσιων οικονομικών και της νομοθεσίας για τις επιχειρήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν σταθερή μείωση από το 2020.
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του IMD, οι κύριες προκλήσεις, που πρέπει να αντιμετωπίσει η ισπανική οικονομία σχετίζονται με την αποτελεσματική διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, προκειμένου να ενισχυθεί το παραγωγικό σύστημα και να διαμορφωθεί μία ανθεκτική οικονομία, να συνεχίσει η ψηφιοποίηση και η έρευνα, να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας με την επανεξέταση των πολιτικών απασχόλησης στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου και, τέλος, να υπάρξει διαχείριση του πληθωρισμού, με τρόπο που να μην βλάπτει την ανταγωνιστικότητα και την ενίσχυση της βιομηχανίας.
Αναφορικά με τις χώρες, που βρίσκονται στην πρώτη πεντάδα, η Δανία, θεωρείται η πιο προηγμένη ψηφιακά χώρα στον κόσμο και βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης, χάρη στις βέλτιστες πολιτικές που ακολουθεί, τη σαφή εστίαση στη βιωσιμότητα και τη δυναμική του ευέλικτου επιχειρηματικού της τομέα. Η Ελβετία έρχεται στη δεύτερη θέση, με κορυφαίες επιδόσεις στην αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και στις υποδομές. Η Σιγκαπούρη βρίσκεται στην τρίτη θέση, χάρη στις σημαντικές βελτιώσεις στην εγχώρια οικονομία της. Η Σουηδία πέφτει στην τέταρτη θέση από τη δεύτερη και το Χονγκ Κονγκ ανεβαίνει στην πέμπτη θέση από την έβδομη, κυρίως λόγω των οικονομικών επιδόσεων (ιδίως στην υποκατηγορία της εγχώριας οικονομίας). Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 47η θέση, χάνοντας μία θέση, σε σχέση με την κατάταξη του 2021, ενώ στην τελευταία θέση βρίσκεται η Βενεζουέλα.
Η κρίση του πληθωρισμού, σύμφωνα με την έρευνα, αποτελεί έναν από τους κύριους «πονοκεφάλους» παγκοσμίως. Για το 50% των στελεχών που συμμετείχαν στην έρευνα, οι τιμές αποτελούν την κύρια ανησυχία, ενώ το 49% αναφέρει τις γεωπολιτικές συγκρούσεις και το 48% τις εμπλοκές στην αλυσίδα εφοδιασμού. Η προοπτική παρατεταμένης παρουσίας της πανδημίας κατατάσσεται στην τέταρτη θέση.
(*) Oι πληροφορίες προέρχονται από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στη Μαδρίτη.