Η καλλιέργεια οινοποιήσιμων αμπελώνων και η παραγωγή οίνου αποτελεί παραδοσιακό και στρατηγικό τομέα της ιταλικής αγροτικής οικονομίας. Παράλληλα, η κατανάλωση οίνου θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της διατροφής των Ιταλών καταναλωτών. Η Ιταλία είναι κυρίαρχη στη διεθνή αγορά οίνου καθώς είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, ενώ η αξία της εθνικής παραγωγής κρασιού σε βασικές τιμές το 2019 υπολογίστηκε σε 3,8 δισ. ευρώ, ίση με το 7,5% της αξίας του συνόλου της εγχώριας αγροτικής οικονομίας.
Αν και η παγκόσμια τάση τόσο στην παραγωγή όσο και στον όγκο των πωλήσεων είναι πτωτική, η Ιταλία συνεχίζει να κατέχει την πρώτη θέση στις πωλήσεις κρασιού. Σύμφωνα δε, με τα στοιχεία του 2020, παρά το γεγονός ότι λόγω του Covid-19 οι πωλήσεις παγκοσμίως σημείωσαν πτώση σε σύγκριση με το 2019, ο όγκος των πωλήσεων κρασιού στην ιταλική αγορά αυξήθηκε κατά 3%, ανερχόμενος στα 49,1 εκατ.εκατόλιτρα. Σε συγκριτικούς όρους, οι εξαγωγές κρασιού της Ιταλίας παρουσιάζουν δυναμική προοπτική, ενώ το τρέχον μερίδιο της χώρας στις παγκόσμιες εξαγωγές είναι 20,1% σε αξία (δεύτερο μετά τη Γαλλία) και 20,3% σε όγκο (δεύτερη μετά την Ισπανία).
Ειδικότερα, το 2020, η Ιταλία ξεπέρασε την Ισπανία και έγινε ο κορυφαίος εξαγωγέας κρασιού στον κόσμο. Η χώρα, το εν λόγω έτος, εξήγαγε 20,8 εκατ. εκατόλιτρα, σε σύγκριση με 20,2 εκατ. εκατόλιτρα της Ισπανίας και 13,6 εκατ. εκατόλιτρα της Γαλλίας. Οι ΗΠΑ συνιστούν τον πρώτο προορισμό των ιταλικών εξαγωγών κρασιού με μερίδιο 23%, και ακολουθούν η Γερμανία με 17% και το Ηνωμένο Βασίλειο με 11,36% (οι εξαγωγές βαίνουν μειούμενες από το 2018, λόγω του Brexit).
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου το 25% του παραγόμενου οίνου πωλείται χύμα στην εγχώρια και στη διεθνή αγορά (για μη εμπορική χρήση, στην εστίαση και στις βιομηχανίες). Το υπόλοιπο 75% διατίθεται σε μικρό αριθμό εταιριών εμφιάλωσης (σχεδόν 9.000). Οι περισσότερες εταιρίες εμφιάλωσης αποτελούν μέρος οινοποιείων, ενώ περίπου 1.000 από αυτές δραστηριοποιούνται αποκλειστικά με την εμφιάλωση οίνου (αγορά οίνου χύδην, αποθήκευση, ωρίμανση, παλαίωση, συσκευασία και τοποθέτηση ετικετών).
Τα οινοποιεία που διαθέτουν εμφιαλωτήρια και οι εταιρίες εμφιάλωσης, συχνά εξυπηρετούν τρίτους (αγρότες οι οποίοι δεν διαθέτουν παρόμοιο εξοπλισμό). Τα εργοστάσια εμφιάλωσης παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ως προς το μέγεθος, ενώ εκτιμάται ότι το 80% της εμφιάλωσης οίνου διεκπεραιώνεται από μόλις το 6% των μεγάλων εργοστασίων εμφιάλωσης.
Κατά την τελευταία δεκαετία, οι διαδικτυακές αγορές εμφιαλωμένου οίνου σημείωσαν σταθερή αύξηση πωλήσεων, εξακολουθούν όμως να κατέχουν μικρό μερίδιο στις συνολικές πωλήσεις οίνου στην εγχώρια αγορά. Ωστόσο, λόγω του lockdown, η χρήση διαδικτυακών αγορών κρασιού αυξήθηκε σημαντικά την περίοδο 2020-21. Η εν λόγω τάση, επιταχύνθηκε τόσο λόγω του εγκλεισμού όσο και της αναζήτησης ποιότητας και μοναδικότητας από την πλευρά του καταναλωτή.
Τα οινοποιεία επωφελήθηκαν σημαντικά, καθώς το ηλεκτρονικό εμπόριο επέτρεψε στους καταναλωτές να αποκτήσουν άμεση πρόσβαση στον οινοποιό, παρακάμπτοντας οποιαδήποτε μορφή διαμεσολάβησης. Σημειώνεται ότι, πριν από την πανδημία, το 71% των Ιταλών δεν είχε πραγματοποιήσει ποτέ ηλεκτρονική αγορά κρασιού και το 2021 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 64%. Η αύξηση του ενδιαφέροντος αφορούσε τόσο στους άνδρες (το 66% το οποίο δεν είχε πραγματοποιήσει καμία διαδικτυακή αγορά από παραγωγό, μειώθηκε στο 60% το 2021), όσο και στις γυναίκες (από το 75% στο 68%). Η Generation X (1965-1980) αποτελεί τη δημογραφική ομάδα που πραγματοποίησε τις περισσότερες διαδικτυακές αγορές, ακολουθούμενη από τους Baby Boomers (1946 -1964).
Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας IRI, οι ερυθροί οίνοι με ονομασία προέλευσης (DOC) Lambrusco, Chianti και Montepulciano, κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στην Ιταλία. Επιπλέον, το 2019 το Montepulciano, με προέλευση από το Abruzzo, αύξησε τις πωλήσεις του στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά 259% και αντίστοιχα το Chianti αποτέλεσε best-seller στις Η.Π.Α.
Μικρό το μερίδιο των ελληνικών κρασιών στην ιταλική αγορά
Η Ελλάδα και η Ιταλία αποτελούν τις χώρες με τη σημαντικότερη παράδοση παραγωγής και κατανάλωσης οίνου παγκοσμίως. Οποιαδήποτε αναφορά στην ιστορία του ελληνικού κρασιού περιέχει αναπόφευκτα, στοιχεία που αφορούν στον πολιτισμό, στην οικονομία, στη θρησκεία, στην κοινωνική ζωή, στην καθημερινότητα, αλλά και στους τόπους όπου αναπτύχθηκε η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοπαραγωγή. Το ιστορικό παρελθόν της ελληνικής βιομηχανίας οίνου, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την καλλιέργεια των αμπελώνων, δραστηριότητα ιδιαίτερα γνωστή από τη μυθολογία.
Οι Έλληνες εισήγαγαν τεχνικές οινοποίησης στις αποικίες τους στην Ιταλία και στη Σικελία περίπου τον 8ο αιώνα π.Χ., και αργότερα στη Γαλλία και στην Ισπανία. Ορισμένες ιταλικές ποικιλίες σταφυλιών, όπως το Aglianico, το Aleatico, το Greco di Tufo, το Malvasia di Candia, το Malvasia Bianca, το Μοσχάτο και το Moscatelli, είναι ελληνικής καταγωγής. Συγκρίνοντας τις οινοβιομηχανίες της Ιταλίας με τις αντίστοιχες της Ελλάδας, διαπιστώνεται ότι έχουν κοινά χαρακτηριστικά, καθώς δεν λειτουργούν ως οικονομίες κλίμακας και η ανάπτυξη του τομέα στηρίζεται στο μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το σημείο διαφοροποίησης και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ελληνικού κρασιού δεν είναι άλλο από τις ιδιαίτερες τοπικές ελληνικές ποικιλίες σταφυλιών που καλλιεργούνται στην επικράτεια (μαλαγουζιά, ασύρτικο, αγιοργίτικο, λημνιό κ.α).
Το στοιχείο αυτό δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς στην ιταλική αγορά. Η απουσία στοχευμένων προωθητικών ενεργειών για την ανάδειξη των ελληνικών ποικιλιών, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην περιορισμένη παρουσία και αναγνωρισιμότητα των ελληνικών οίνων. Επισημαίνεται ότι, η Ιταλία πραγματοποίησε συνολικές εισαγωγές οίνου αξίας 300.767 εκατ. ευρώ (2020) και το μερίδιο των ελληνικών οίνων ανήλθε στο μόλις 0,10%. Οι εισαγόμενοι ελληνικοί οίνοι προορίζονται κυρίως για τον κλάδο της εστίασης (χονδρέμποροι οι οποίοι εισάγουν ελληνικά κρασιά σε συγκεκριμένες ποσότητες, κατόπιν παραγγελίας από ιταλικά εστιατόρια), ενώ εμφανής είναι η απουσία τους από τις μεγάλες αλυσίδες supermarket.
Οι πληροφορίες προέρχονται από έρευνα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Μιλάνου για την αγορά Οίνου της Ιταλίας.