Κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, η Γαλλία κατάφερε να μειώσει το έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυγίου σε 56 δισ. ευρώ, από τα 89 δισ. ευρώ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022.
Παρόλο που το έλλειμμα παραμένει υψηλό, πρόκειται για μεγάλη βελτίωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, κατά το οποίο το εμπορικό έλλειμμα ανήλθε σε 164 δισ. ευρώ, λόγω πολλών παραγόντων, όπως κυρίως η εκτίναξη των τιμών ενέργειας που συνδέεται με την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Όσον αφορά το εμπόριο αγαθών, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι εξαγωγές σημείωσαν μικρή πτώση σε αξία (-0,8%), ενώ στις εισαγωγές η μείωση ήταν πιο μεγάλη (-9,4%). Η ανάκαμψη αυτή οφείλεται στη μείωση του λογαριασμού ενέργειας από 65 δισ. ευρώ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022, σε 30 δισ. ευρώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Επιπλέον, το έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών, εξαιρουμένης της ενέργειας και του στρατιωτικού εξοπλισμού, κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2023, μειώθηκε κατά 7 δισ. ευρώ, και διαμορφώθηκε σε 30 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, αρκετοί τομείς βελτίωσαν τις εμπορικές τους επιδόσεις. Ειδικότερα, στον τομέα της αεροναυπηγικής καταγράφηκε πλεόνασμα 16 δισ. ευρώ (το υψηλότερο από το 2019) με αύξηση 12% στις πωλήσεις στο εξωτερικό, ενώ οι εξαγωγές στον τομέα των αρωμάτων και των καλλυντικών αυξήθηκαν επίσης κατά 7%, με πλεόνασμα 8 δισ. ευρώ. Παράλληλα, οι πωλήσεις τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και κυρίως ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων, σημείωσαν αύξηση κατά 8%. Αντιθέτως, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων συρρικνώθηκαν κατά 5%, λόγω της εξομάλυνσης των τιμών σε αυτόν τον τομέα.
Επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα από το εμπόριο υπηρεσιών ήταν εξαιρετικά με το πλεόνασμα να ανέρχεται σε 20 δισ. ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, οι τομείς με τις καλύτερες επιδόσεις ήταν ο τουρισμός και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, με πλεόνασμα 11 και 6 δισ. αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο περιλαμβάνει το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών και τις εισροές και εκροές κεφαλαίων, μειώθηκε κατά 30 δισ. ευρώ σε 9,6 δισ. ευρώ.