Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας ανέτρεψε φορολογική «μεταρρύθμιση» που είχε εισαχθεί το έτος 2016 από τον τότε Υπουργό Οικονομικών της Κυβέρνησης Rajoy, Cristóbal Montoro, αναφορικά με την εταιρική φορολόγηση με σκοπό να περιορίσει τις μειώσεις που προβλέπονταν στη φορολογική νομοθεσία για τις μεγάλες εταιρείες.
Ειδικότερα, η Κυβέρνηση Rajoy, με σκοπό την αύξηση των φορολογικών εσόδων, είχε εγκρίνει Βασιλικό Διάταγμα το οποίο προέβλεπε την περιστολή των φορολογικών ελαφρύνσεων για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όσον αφορά τις υπεραξίες των θυγατρικών τους στο εξωτερικό. Πιο αναλυτικά, τα μέτρα που εισήχθησαν το 2016 επικεντρώθηκαν στη θέσπιση αυστηρότερων ανώτατων ορίων για την αποζημίωση / αντιστάθμιση αρνητικών φορολογικών βάσεων για οντότητες ή φορολογικούς Ομίλους με κύκλο εργασιών άνω των 20 εκατ. ευρώ, καθώς επίσης και στη δημιουργία συστήματος μερικής «αυτόματης αναστροφής» των απομειώσεων της αξίας εταιρικών συμμετοχών, ενώ επίσης το Διάταγμα περιελάμβανε και άλλα μέτρα με μικρότερο ωστόσο φορολογικό αντίκτυπο, όπως το «φρένο» στην έκπτωση των ζημιών που προκύπτουν από τη μεταβίβαση μετοχών σε άλλες οντότητες ή τον περιορισμό στην εφαρμογή εκπτώσεων σε περιπτώσεις διπλής φορολογίας.
Η Ολομέλεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου κήρυξε αντισυνταγματικό το εν λόγω φορολογικό μέτρο, αποφαινόμενο ότι η θεσπιζόμενη με αυτό υποχρέωση συνεισφοράς των εταιρειών στη στήριξη του κρατικού προϋπολογισμού, έρχεται σε αντίθεση με διατάξεις του Συντάγματος της χώρας. Το Δικαστήριο έκρινε πως το συγκεκριμένο νομικό μέσο (διάταγμα) δεν ήταν κατάλληλο προκειμένου να θεσπιστούν φορολογικές υποχρεώσεις, καθώς το Σύνταγμα δεν επιτρέπει «να επηρεάζονται τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι ελευθερίες των πολιτών, (όπως το φορολογικό καθήκον)» από τέτοιου είδους νομοθετικές πράξεις. Συνεπώς, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αξιολογεί την καταλληλότητα των μέτρων του Βασιλικού Διατάγματος, αλλά αντιθέτως κρίνει ως ακατάλληλη τη χρήση αυτού του μηχανισμού για θέσπιση νομοθεσίας επί φορολογικών θεμάτων.
Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο στην απόφασή του έθεσε εκτός δικαιώματος διεκδίκησης επιστροφών φόρου εκείνες τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν έως τώρα διεκδικήσει την επιστροφή του φόρου. Συνεπώς, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ορίζει ότι μπορούν να επανεξεταστούν μόνον όσοι φορολογικοί διακανονισμοί βρίσκονται ήδη στη φάση της επανεξέτασης / διόρθωσης, είτε με διοικητικά ή με δικαστικά μέσα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν υπάρξει τελεσίδικες αποφάσεις. Σύμφωνα με εδώ εκτιμήσεις, με αυτόν τον τρόπο το Δικαστήριο στοχεύει να αποτρέψει την εμφάνιση σωρείας αξιώσεων φορολογικών επιστροφών και προσπαθεί να περιορίσει τα ποσά που θα πρέπει να επιστρέψει σε επιχειρήσεις το Υπ. Οικονομικών.
Επισημαίνεται ότι η τότε Κυβέρνηση είχε εκτιμήσει ότι η τροποποίηση του εταιρικού φόρου θα συνέβαλε στην αύξηση των κρατικών εσόδων κατά περίπου 4,65 δισ. ευρώ μόνο το έτος 2016, ενώ έγκυροι οικονομικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η ανωτέρω φορολογική μεταρρύθμιση επέφερε αύξηση της φορολογικής βάσης κατά τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ ετησίως, προκαλώντας πρόσθετα έσοδα που είναι δύσκολο να υπολογιστούν επακριβώς αλλά με αντίκτυπο που ανέρχεται σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα με προκαταρκτικές εκτιμήσεις, το Υπ. Οικονομικών αναμένεται να βρεθεί ενώπιον διεκδικήσεων επιστροφών εταιρικών φόρων της τάξεως αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, γεγονός που ενδεχομένως δημιουργήσει «χάος» στους δημόσιους λογαριασμούς, ακριβώς κατά τη στιγμή που η ισπανική Κυβέρνηση πασχίζει ώστε να επιτευχθούν οι εξαιρετικά «σφικτοί» στόχοι για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Η Υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης Sánchez, κα Montero, σε σχετικές της δηλώσεις επισήμανε την ακύρωση φορολογικού μέτρου που είχε εισαχθεί από την τότε Κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, προσθέτωντας ότι «την εν λόγω κακή διαχείριση εκείνης της Κυβέρνησης θα καταλήξουν να πληρώσουν τώρα όλοι οι φορολογούμενοι».
Σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο σε δύο σκέλη αρνητικών επιπτώσεων για τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ισπανίας, με το μεν πρώτο να αφορά τις επιστροφές προς εταιρείες φορολογικών εισπράξεων όλων των προηγουμένων μετά το 2016 ετών, το δε δεύτερο να περιλαμβάνει τα μειωμένα δημόσια έσοδα από εδώ και πέρα από τα εν λόγω φορολογικά μέτρα που παύουν πλέον να εφαρμόζονται. Ισπανικό Κράτος και επηρεαζόμενες εταιρείες αναμένουν να δουν όλες τις λεπτομέρειες της απόφασης προκειμένου να εκτιμήσουν περαιτέρω τρόπους δράσης και συνολικές οικονομικές επιπτώσεις.