Η Ισπανία διαθέτει περισσότερα από 2,9 εκ. στρέμματα σταφυλιών που την καθιστούν χώρα με τη μεγαλύτερη έκταση αμπελιών για την παραγωγή οίνου, ενώ ταυτόχρονα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός κρασιού στον κόσμο, μετά την Ιταλία και τη Γαλλία, οι οποίες κατέχουν την πρώτη και δεύτερη θέση αντίστοιχα.
Η υψηλή της θέση οφείλεται, εν μέρει, στις πολύ υψηλές αποδόσεις παραγωγής και την ευρεία έκταση που απέχει από τα παλιά αμπέλια, τα οποία ήταν φυτεμένα στο ξηρό και άγονο χώμα πολλών ισπανικών περιφερειών.
Σύμφωνα με στοιχεία του ισπανικού Υπουργείου Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων για το 2018, η χώρα έρχεται ένατη σε παγκόσμια κατανάλωση, ενώ οι Ισπανοί καταναλώνουν, κατά μέσο όρο, 7,89 λίτρα ανά άτομο, ετησίως, ενώ δαπανούν 22,82 ευρώ ανά άτομο, επίσης σε ετήσια βάση. Επιπλέον, διαθέτει πληθώρα τοπικών ποικιλιών, με περισσότερες από 400 ποικιλίες σταφυλιών που φυτεύονται σε όλη την Ισπανία, ενώ το 80% της αμπελοοινικής παραγωγής της χώρας προέρχεται μόλις από 20 είδη σταφυλιών, συμπεριλαμβανομένων των κόκκινων Tempranillo, Garnacha και Monastrell, των λευκών Albariño, Galicia, Palomino, Airen και Macabeo και των τριών σταφυλιών ποικιλίας «Cava», Parellada, Xarello και Macabeo.
Μεγάλες ισπανικές περιφέρειες, οι οποίες είναι σημαντικές για την παραγωγή οίνου είναι η Rioja και η Ribera del Duero, οι οποίες είναι γνωστές για την παραγωγή του Tempranillo, η Valdepeñas, η οποία είναι γνωστή για την υψηλής ποιότητας Tempranillo σε πολύ χαμηλές τιμές, η Jerez de la Frontera, γνωστή για το ενισχυμένο κρασί Sherry, η Rías Baixas που βρίσκεται στη βορειοδυτική περιοχή της Γαλικίας, η οποία είναι γνωστή για τα λευκά κρασιά της που προέρχονται από την ποικιλία Albariño και η Καταλονία, η οποία περιλαμβάνει τις οινοπαραγωγικές περιοχές Penedès και Priorat.
Η προσφορά του κλάδου σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο είναι σημαντική σε όλη την Ισπανία. Τα σημαντικότερα μερίδια παραγωγής σταφυλιού που προορίζονται για παρασκευή οίνου έχουν οι ακόλουθες Αυτόνομες Κοινότητες της χώρας: Καστίλη λα Μάντσα (48%), Εστρεμαδούρα (9%), Βαλένθια (7%), Καστίλη και Λεόν (6%), Καταλονία (5%), Αραγονία, Μούρθια και Ριόχα (4%) και Ανδαλουσία (3%). Λίγο περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής παραγωγής σταφυλιού, είναι κόκκινα κρασιά και τα υπόλοιπα λευκά.
Ως προς τις ποικιλίες σταφυλιού που βρίσκονται στην Ισπανία, οι σημαντικότερες είναι: το λευκό Vino Blanco Airen (24% των καλλιεργειών), το Κόκκινο Tempranillo (21%) και ακολουθούν τα κόκκινα Bobal, Garnocha, Monastrell και τα λευκά Macabeo και Pardina.
Ο αριθμός των οινοποιείων
Το 2018 στην Ισπανία αυξήθηκε ο αριθμός των οινοποιείων, ο οποίος έφθασε τα 4.373 σε ολόκληρη την χώρα. Τα περισσότερα, και συγκεκριμένα 609, βρίσκονται στην Κοινότητα της Καστίλλης και Λεόν ενώ ακολουθεί η Κοινότητα της Καταλονίας, στην οποία βρίσκονται 606 οινοποιεία.
Η πλειονότητα αυτών απασχολούν λιγότερα από πέντε άτομα, ενώ ο αριθμός των οινοποιείων στα οποία ο αριθμός των εργαζομένων ξεπερνάει τους 100, είναι 22.
Σύμφωνα όμως με τη δημόσια αρχή εξωτερικού εμπορίου και επενδύσεων της Ισπανίας, παρά τη μεγάλη ποικιλία σε διαφορετικές ετικέτες κρασιών, το 70% της συνολικής παραγωγής αφορά μόλις το 2% των επιχειρήσεων. Παρατηρείται ότι οι επιχειρήσεις που απασχολούνται στην αγορά οίνου έχουν ιδρυθεί κατά το ήμισυ σε διάστημα μεγαλύτερο των 16 ετών. Αντίστοιχα όμως, παρατηρείται και αύξηση των συγκεκριμένων επιχειρήσεων μετά το 2009, όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση στην Ισπανία, με πολλούς να επενδύουν στην ανάπτυξη συγκεκριμένων επιχειρήσεων.
Η εξέλιξη της παραγωγής
Κατά το διάστημα των πρώτων εννέα μηνών της φετινής περιόδου μεγάλης παραγωγής οίνου και μούστου στην Ισπανία (μεταξύ Αυγούστου 2018 και Απριλίου 2019), η παραγωγή ανήλθε στα 50,36 εκατομμύρια εκατόλιτρα, το οποίο αποτελεί αύξηση κατά 11,5% της μέσης παραγωγής τα τελευταία πέντε έτη.
Παρομοίως, τα αποθέματα οίνου και μούστου στην Ισπανία αυξήθηκαν το 2019, με τον Απρίλιο να φθάνουν συνολικά τα 4,6 εκατομμύρια εκατόλιτρα, εκ των οποίων το 53% ήταν οίνος κόκκινος ή ροζέ και το 40% ήταν λευκός οίνος. Κατά το 2018, η μέση τιμή ανήλθε στα 2,89 ευρώ / λίτρο, κατά 6,6% υψηλότερη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τα ισπανικά νοικοκυριά κατανέμουν το 1,49% του συνολικού προϋπολογισμού τους για την αγορά οίνου.
Ο τομέας του κρασιού, όπως προαναφέρθηκε, είναι υψίστης σημασίας στην Ισπανία. Το κρασί, κόκκινο ή λευκό, γλυκό ή ξηρό, είναι ένα από τα αγαπημένα ποτά των Ισπανών που συνοδεύει την παραδοσιακή κουζίνα τους ενώ αποτελεί βασικό στοιχείο κοινωνικοποίησής τους. Το 30% των Ισπανών καταναλώνουν κρασί σε εβδομαδιαία βάση.
Όσον αφορά την κοινωνικό-οικονομική τάξη των Ισπανών καταναλωτών οίνου, αυτή είναι κυρίως η μεσαία και η ανώτερη/ανώτερη-μεσαία οικονομικά τάξη. Μάλιστα, οι τελευταίοι, καταναλώνουν 22,8% περισσότερο κρασί από τη μεσαία τάξη, ήτοι 1,8 λίτρα / άτομο / έτος. Σχετικά με την ηλικία κατανάλωσης, οι μεγαλύτεροι των 50 ετών αποτελούν και τους κύριους καταναλωτές, δεδομένου ότι αγοράζουν το 73,5% της συνολικής ποσότητας, όμως η συνολική τους δαπάνη αφορά μόλις το 54% του συνόλου. Υπολογίζεται ότι τα άτομα, μεγαλύτερα των 50 ετών, καταναλώνουν 12,16 λίτρα / άτομο / έτος. Μάλιστα, οι Ισπανοί συνταξιούχοι είναι και οι μεγαλύτεροι καταναλωτές οίνου στη χώρα, αφού πίνουν συνολικά 16 λίτρα / άτομο / έτος, 8 λίτρα περισσότερα από το εθνικό μέσο όρο.
Σχετικά με τις Κοινότητες της Ισπανίας, το 51% της συνολικής αγοράς οίνου στην Ισπανία, αντιπροσωπεύει η αγορά στις Βαλεαρίδες Νήσους, όπου ο μέσος όρος κατανάλωσης είναι ο μεγαλύτερος της χώρας και αντιστοιχεί σε 11,63 λίτρα / άτομο / έτος.
Παραδοσιακά, η κατανάλωση αυξάνεται το μήνα του Δεκεμβρίου, όποτε και εορτάζονται τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά καθώς και το μήνα του Καθολικού Πάσχα, σε μικρότερο όμως ποσοστό.
Οι εξαγωγές σε όλο τον κόσμο
Η Ισπανία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα παγκοσμίως σε ποσότητες κρασιού. Τα Ισπανικά κρασιά εξάγονται σε ολόκληρο το κόσμο. Μπορεί, βέβαια, η Ισπανία να αποτελεί το μεγαλύτερο εξαγωγέα κρασιού, σε ποσότητα, στον κόσμο αλλά με τη χαμηλότερη τιμή μεταξύ των έντεκα πρώτων εξαγωγέων. Συγκεκριμένα, το 2018, σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Κρασιού (OIV), η Ισπανία εξήγαγε συνολικά 21 εκ. εκατόλιτρα, με μέση τιμή μόλις 1,39 ευρώ / λίτρο. Οι κύριοι αποδέκτες ισπανικού οίνου είναι η γείτονα χώρα Γαλλία, καθώς και η Γερμανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σημαντική αγορά αποτελεί και η Κίνα, στην οποία οι εξαγωγές αυξάνονται τα τελευταία έτη.
Το εμπορικό ισοζύγιο, όπως είναι αναμενόμενο, είναι θετικό για την Ισπανία και μάλιστα, τα τελευταία πέντε έτη οδεύει συνεχώς αυξανόμενο ως προς τη δική της πλευρά.
Τόσο η Ισπανία όσο και η Ελλάδα αποτελούν σημαντικούς παραγωγούς κρασιού ενώ παράλληλα και στις δύο χώρες η κατανάλωση είναι υψηλή. Στην Ισπανία, δεδομένης της πολύ καλής σχέσης ποιότητας και τιμής του τοπικού οίνου, αλλά και λόγω της νοοτροπίας προτίμησης εθνικών προϊόντων έναντι τρίτων χωρών, καταναλώνεται κατά βάση τοπικός οίνος.
Το 2018, για πρώτη φορά, η συνολική εισαγόμενη ποσότητα κρασιού από την Αργεντινή ξεπέρασε την, παραδοσιακά μεγαλύτερο προμηθευτή, Ιταλία. Από την Αργεντινή όμως εισάγεται χαμηλού κόστους οίνος, καθώς συνολικά για το 2018, από την Αργεντινή εισήχθησαν 26,76 εκ. κιλά κρασιού, συνολικής αξίας 13,83 εκ. ευρώ. Αντιθέτως, από τη Γαλλία εισάγονται κυρίως ακριβότερα προϊόντα οίνου, όπως λ.χ. καμπανίτης, ενώ το 2018 η συνολική αξία εισαγόμενου οίνου από τη Γαλλία ξεπέρασε τα 93,99 εκ. ευρώ. Το σουπερμάρκετ και η αυτοεξυπηρέτηση είναι οι κύριοι δίαυλοι για την αγορά κρασιών, αποτελώντας το 51,8% του όγκου ενώ όλοι οι δίαυλοι, πέραν του διαδικτύου, παρουσιάζουν αρνητική διακύμανση, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Οι εξαγωγές της Ελλάδας
Oι εξαγωγές της Ελλάδος στην Ιβηρική είναι περιορισμένες, ενώ σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το 2018 οι εξαγωγές ελληνικού οίνου στην αγορά της Ισπανίας ανήλθαν στα 160.915 ευρώ. Αντίθετα, οι εισαγωγές ισπανικών κρασιών από την Ισπανία ξεπέρασαν τα 3,3 εκ. ευρώ.
Εξαιτίας της πολλή καλής σχέσης αξίας και ποιότητας του ισπανικού κρασιού αλλά και της νοοτροπίας κατανάλωσης τοπικών προϊόντων, στα μεγάλα σημεία πώλησης όπως σουπερμάρκετ, παρουσιάζονται ελάχιστα εισαγόμενα κρασιά. Τα μόνα εισαγόμενα κρασιά που μπορεί να εντοπίσει κανείς στις δημοφιλείς αλυσίδες σουπερμάρκετ στο έδαφος της Ισπανίας είναι κατά βάση τα ιταλικά, αργεντίνικα, γαλλικά και τα πορτογαλικά, με μικρή όμως αντιπροσώπευση σε σχέση με τα ισπανικά κρασιά.
Τα ελληνικά κρασιά δίνονται κυρίως απευθείας σε εστιατόρια, ξενοδοχεία ή μεμονωμένους πελάτες, μέσω των εισαγωγέων ελληνικών κρασιών και του διαδικτύου. Το μερίδιο όμως της αγοράς είναι χαμηλό.
Τέλος, δεδομένων των χαρακτηριστικών της ελληνικής αγοράς, οι ευκαιρίες για εμπόριο μεγάλων ποσοτήτων έχουν επικεντρωθεί στην πώληση του οίνου σε προσιτές τιμές ή σε πώληση χύμα κρασιού, το οποίο διανέμεται μέσω σουπερμάρκετ και αλυσίδων εκπτωτικών καταστημάτων. Αν υπάρχει μία κατηγορία μέσης-υψηλής ποιότητας που οι Ισπανοί παραγωγοί μπορούν να ανταγωνιστούν, είναι οι αφρώδεις οίνοι, και αυτοί μπορούν πιθανότατα να αναπτυχθούν και στις δύο χώρες χάρη στην κατανάλωσή τους από τους τουρίστες στην υψηλή τουριστική περίοδο, ιδίως στα νησιά.