Το 2022, η Ελλάδα κατέλαβε την 9η θέση στη συνολική κατάταξη των προμηθευτών της καναδικής αγοράς, με μερίδιο αντιστοιχούσε στο 2,4% επί του συνόλου των καναδικών εισαγωγών μελιού από το 3,4% το 2021.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των κυριότερων αγοραστών καναδικού μελιού, κατέχοντας την 7η θέση, παρόλο που καταλαμβάνει μικρό μόνο μερίδιο στις συνολικές εξαγωγές του προϊόντος.
Οι ελληνικές εξαγωγές μελιού στον Καναδά ακολουθούν μια σταθερά ανοδική πορεία από το 2016 και ύστερα, σε όρους αξίας. Ιδιαίτερα καθοριστική χρονιά ήταν το 2021, όταν εκτοξεύθηκαν κατά 42%, συγκριτικά με το 2020. Μάλιστα, το 2022, άγγιξαν το ποσό – ρεκόρ των 1,4 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Η μέση τιμή του εξαγόμενου στον Καναδά ελληνικού μελιού ανήλθε σε 5,7 ευρώ ανά κιλό για το 2022 (+38% συγκριτικά με το 2021). Το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ Ελλάδας και Καναδά όσον αφορά το μέλι είναι έντονα πλεονασματικό, υπέρ της χώρας μας.
Το Κεμπέκ και το Οντάριο είναι, κατά σειρά, οι δυο Επαρχίες που το 2022 απορρόφησαν σχεδόν το σύνολο του εισαγόμενου στον Καναδά ελληνικού μελιού (99,5%). Σημειώνεται ότι οι Επαρχίες αυτές συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του καναδικού πληθυσμού (σε ποσοστό 55%) ενώ οι μεγαλύτερες πόλεις τους -Τορόντο και Μόντρεαλ αντίστοιχα- θεωρούνται ως τα σημαντικότερα επιχειρηματικά κέντρα της χώρας, καθώς και τα κέντρα με τις πλέον εύρωστες ελληνικές κοινότητες. Ένα πολύ μικρό ποσοστό του εισαγόμενου στον Καναδά ελληνικού μελιού (το εναπομένον 0,5%) προωθήθηκε στην British Columbia το 2022.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, από το 2018 μέχρι και το 2021, το Οντάριο ήταν η κυριότερη επαρχία υποδοχής του ελληνικού μελιού, με το Κεμπέκ να έρχεται δεύτερο. Ωστόσο, οι εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος στο Οντάριο σταδιακά μειώθηκαν ενώ, αντίστροφα, ενισχύθηκαν εκείνες στο Κεμπέκ, το οποίο αποτελεί, πλέον, την πρώτη Επαρχία για το εισαγόμενο στον Καναδά μέλι από τη χώρα μας.
Το ΑΤΤΙΚΗ, με αντιπρόσωπο την Krinos Foods, είναι το πλέον διαδεδομένο ελληνικό μέλι στην καναδική αγορά, με ένα ιδιαίτερα διευρυμένο δίκτυο πωλήσεων. Ακολουθεί το ΜΕΛΙΓΥΡΙΣ (με αντιπρόσωπο την Kolonaki Fine Foods), με επίσης αυξανόμενες πωλήσεις και έντονη παρουσία στην κατηγορία deli. Επίσης, εντοπίζονται πολυάριθμες άλλες ελληνικές ετικέτες, με κάπως πιο περιορισμένο δίκτυο διανομής.
Το 2022, οι εγγεγραμμένοι μελισσοκόμοι στον Καναδά ανέρχονταν σε 14 χιλ. και οι δηλωμένες κυψέλες σε 767 χιλ. Από αυτές, περίπου 80% ανήκουν σε επαγγελματίες μελισσοκόμους (εμπόρους) και 20% σε ιδιώτες ερασιτέχνες. Ο μέσος επαγγελματίας μελισσοκόμος στον Καναδά διατηρεί κατά μέσο όρο 2000 χιλ. μελίσσια.
Η Ν. Ζηλανδία και η Βραζιλία είναι, κατά σειρά, οι δυο κυριότεροι προμηθευτές της καναδικής αγοράς με φυσικό μέλι, σε όρους αξίας. Μόνο το 2022, οι δυο αυτές χώρες μαζί κατέλαβαν το 53% στο σύνολο των καναδικών εισαγωγών του εν λόγω προϊόντος. Από τους δυο αυτούς προμηθευτές ο Καναδάς αγοράζει μέλι ανώτερης κατηγορίας και συγκεκριμένα μέλι Manuka από τη Ν. Ζηλανδία και βιολογικό μέλι από τη Βραζιλία, γεγονός που εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, την υψηλή θέση που καταλαμβάνουν στη συνολική κατάταξη. Ακολούθησαν, στην τρίτη θέση, οι ΗΠΑ, με ποσοστό 10% και, στην τέταρτη, η Αυστραλία, με 7%, αντίστοιχα.
Το δημοφιλέστερο brand μελιού στον Καναδά είναι το Billy Bee, της εταιρείας McCormick & Company, Inc. Η τελευταία θεωρείται ο μεγαλύτερος παραγωγός, ενώ υπολογίζεται ότι καταλαμβάνει το 60% στις λιανικές πωλήσεις συσκευασμένου μελιού. Το μέλι της προέρχεται από ανάμειξη καναδικού μελιού με μέλι εισαγόμενο από Αργεντινή και Κίνα.
Ακολουθούν άλλα brands, όπως, π χ, το Naturoney της Les Ruchers Promiel INC, το οποίο, αν και καταγράφει πιο περιορισμένες πωλήσεις, διευρύνει συνεχώς την παρουσία του στην καναδική λιανική αγορά. Επίσης, σύμφωνα με σχετική έρευνα της Agriculture & Agri-food Canada, τα brands Beemaid, Capilano, Western Family και Great Value (της εταιρείας Walmart) θεωρούνται ως τα πλέον ανερχόμενα σε πωλήσεις στην καναδική αγορά.
(*) Οι πληροφορίες προέρχονται από μελέτη, με αντικείμενο τη καναδική αγορά μελιού και τις εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα που διενήργησε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στην Οττάβα.