Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Λοιμωδών Νοσημάτων, ECDC, και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασφάλειας Αεροπορίας, EASA, προτείνουν τη μη εφαρμογή τεστ και καραντίνας στα ταξίδια μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Οι δύο φορείς δημοσιοποίησαν έγγραφο που επικυρώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και αναφέρει ότι δεδομένης της τρέχουσας επιδημιολογικής κατάστασης στην Ευρώπη, ο αριθμός των εισαγόμενων κρουσμάτων αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό, επομένως δεν συμβάλλουν στην αύξηση των κρουσμάτων.
Επιπλέον, ζητούν από τα κράτη-μέλη να μη θεωρήσουν τους ταξιδιώτες ως πληθυσμό σε κίνδυνο ή να τους αντιμετωπίζουν ως κοντινές επαφές κρουσμάτων. Η Επίτροπος Υγείας, Στέλλα Κυριακίδη, επισημαίνει ότι η ανασφάλεια δεν εντοπίζεται στο ίδιο το ταξίδι αλλά στα μέτρα προστασίας στην περιοχή αναχώρησης και προορισμού, γι’ αυτό έχει επιμείνει ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να χαλαρώσουν τα μέτρα πρόωρα.
Σύμφωνα με το έγγραφο, οι αποδείξεις και οι πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί μέχρι στιγμής δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα τεστ και η καραντίνα που επιβάλλονται στους ταξιδιώτες είναι αποτελεσματικά μέτρα για τη μείωση της μετάδοσης στο γενικό πληθυσμό. Σύμφωνα με τους δύο φορείς, είναι μόνο αποτελεσματικά όταν δεν υπάρχει εξάπλωση του ιού στον προορισμό.
Τα διαγνωστικά τεστ δεν είναι αποτελεσματικά λόγω λάθος αρνητικών αποτελεσμάτων ή επειδή δεν εντοπίζουν κρούσματα με χαμηλό ιικό φορτίο, όπως αναφέρεται. Στις περιπτώσεις που εξετάζονται τα τεστ, το ECDC προτείνει τη χρήση των τεστ RT-PCR και αξιολογεί τα γρήγορα τεστ κατάλληλα μόνο για τους προορισμούς όπου υπάρχουν μηδενικά κρούσματα κορωνοϊού.
Οι φορείς θεωρούν την καραντίνα ανεπαρκές μέτρο εάν δεν συνδυάζεται με μέτρα άλλου τύπου όπως καθημερινό έλεγχο υγείας, κλήσεις παρακολούθησης της υγείας και πιστοποίηση ότι τηρούνται τα μέτρα. Όπως και στα τεστ, οι αρχές της κοινότητας θεωρούν την καραντίνα αποτελεσματική σε πρώιμο στάδιο της εξάπλωσης του ιού.
Οι προτάσεις των ECDC και EASA, δεδομένης της επιδημιολογικής κατάστασης στα περισσότερα κράτη-μέλη, αφορούν την εστίαση στα εξής…
-Αποτελεσματική συλλογή δεδομένων, μέσα από φόρμες εντοπισμού των επιβατών, για τη διευκόλυνση της ιχνηλάτησης επαφών.
-Αύξηση των διαγνωστικών τεστ σε ύποπτες περιπτώσεις
-Βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των αρχών αεροπορίας και δημόσιας υγείας.